Άνω Φανάρι, Δήμος Τροιζηνίας - Μεθάνων, Νομός Πειραιώς & Νήσων,Αττική
Κάστρο Άνω Φαναρίου
Τοποθεσία: |
Άνω Φανάρι Τροιζηνίας, Αργολική Χερσόνησος |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Αττική Πειραιώς & Νήσων | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Τροιζηνίας - Μεθάνων • Άνω Φανάρι | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 550 m (Σχετικό ϋψος ≈110 m) |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
Δεκαετία 1260 | ΦΡΑΓΚΙΚΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Ερείπια Κάστρου |
Ερειπιο
|
Ένα εντελώς ερειπωμένο κάστρο σε ένα ψηλό απόκρημνο βράχο της Τροιζηνίας.
Πρόκειται για αρχαίο και μεσαιωνικό οχυρωμένο οικισμό που εξελίχθηκε προς το τέλος του 13ου αιώνα σε φράγκικο κάστρο. Ταυτίζεται –πιθανότατα– με το κάστρο της βαρονίας Nivelet, για αυτό θα μπορούσε να αποκαλείται και Κάστρο των Νιβελέ.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο βρίσκεται κοντά στο χωριό Άνω Φανάρι. Το ογκώδες, βραχώδες ύψωμα στο οποίο είναι κτισμένο ορθώνεται πάνω από τη θάλασσα και ουσιαστικά ελέγχει όλη την παραλία, μέχρι τα Μέθανα. Ο βράχος είναι απόκρημνος και αποκομμένος από τις τρεις πλευρές του. Επικοινωνία και πρόσβαση υπάρχει μόνο προς τα νοτιοδυτικά, από έναν μικρό αυχένα, όπου είναι κτισμένο σήμερα το χωριό. Ο αυχένας αυτός χωρίζει την παραλιακή πεδιάδα από την πεδιάδα της Τραχειάς.
Από αυτό άλλωστε το σημείο περνάει και ο σημερινός δρόμος από την Επίδαυρο για τον Γαλατά και τα Μέθανα. Η φυσική επομένως οχυρότητα του χώρου, καθώς και η καίρια γεωγραφική του θέση δικαιολογούν και την επιλογή του για την κατασκευή του κάστρου.
Ιστορία
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν για το Φανάρι, πρόκειται περί αρχαίου οχυρωμένου οικισμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και τειχίσθηκε και κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Τα μέχρις στιγμής δεδομένα (τοιχοποιία, κεραμική, ιστορικές πηγές) χρονολογούν τη δεύτερη αυτή περίοδο κατοίκησης στο διάστημα από τον 13ο αιώνα και μετά, δίνοντας μάλιστα στοιχεία για δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις.
Συγκεκριμένα, η φράγκικη περίοδος του κάστρου ξεκινά τη δεκαετία του 1260, μετά τη ήττα των Φράγκων στη Μάχη της Πελαγονίας (1259) και την επακόλουθη κατάληψη από τους Βυζαντινούς 3 ή 4 κάστρων στη νότια Πελοπόννησο, η οικογένεια Nivelet έχασε το κάστρο του Γερακίου.
Ως αποζημίωση για την απώλεια της βαρονίας Γερακίου, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος έδωσε στους Nivelet μια νέα βαρονία, η οποία αποτελούνταν από διάφορα σκόρπια φέουδα σε Μεσσηνία (κυρίως), Αργολίδα και ίσως Ηλεία. Μεταξύ αυτών ήταν και το προκείμενο κάστρο στο Άνω Φανάρι Τροιζηνίας, το οποίο μάλλον ήταν το μοναδικό κάστρο της βαρονίας.
Εκείνη την περίοδο γίνεται για πρώτη φορά λόγος για κάστρο στο Φανάρι, το οποίο σύμφωνα με την αραγωνική έκδοση του Χρονικού του Μορέως (το Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea) έχτισε ο βαρόνος Jean de Nivelet (Ιωάννης Νιβελέ).
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχει και μία άποψη ότι το κάστρο του Νιβελέ ήταν ίσως στην Ηλεία, πιο κοντά με τα υπόλοιπα φέουδα της βαρονίας, ενώ κάποιοι μελετητές όπως ο Antoine Bon ταυτίζουν το κάστρο Νιβελέ με το κάστρο Κρεπακόρε ή Παλαιοφάναρο πάνω από το Φανάρι της Ηλείας. Πάντως τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το κάστρο Νιβελέ ήταν το κάστρο της παρούσας σελίδας, στο Άνω Φανάρι.
Το 1316 ο τελευταίος βαρόνος της οικογενείας Νιβελέ, ο Ιωάννης Β’ Νιβελέ, υποστήριξε τον Φερδινάνδο της Μαγόρκας στη διεκδίκηση του θρόνου της Αχαΐας. Ο Φερδινάνδος όμως νικήθηκε στη μάχη της Μανωλάδας και ο νικητής Λουδοβίκος της Βουργουνδίας (Louis de Bourgogne – σύζυγος της Ματθίλδης του Αινώ, κόρης της πριγκιπέσσας Ιζαμπώς) διέταξε τη θανάτωση του βαρόνου Νιβελέ και την απόδοση της βαρονίας στον ιππότη Dreux de Charny.
Με αυτόν τον τρόπο, το 1316, η βαρονία των Nivelet μαζί με το κάστρο Φαναρίου πέρασε στον Charny, ο οποίος ταυτόχρονα παντρεύτηκε την Αγνή (Agnès de Charpigny) τελευταία κληρονόμο των βαρόνων της Βοστίτσας (Αίγιο). Ο Dreux de Charny μέχρι τον θάνατό του, το 1325, ήταν ο άρχοντας της ενοποιημένης βαρονίας Βοστίτσας–Νιβελέ.
Το 1357 τα δικαιώματα στις δύο βαρονίες πουλήθηκαν από τους απογόνους του Charny στον πρίγκιπα Αχαΐας Ροβέρτο του Τάραντα, ο οποίος τις δώρισε στη γυναίκα του Μαρία των Βουρβώνων. Την εποχή εκείνη το πριγκιπικό ζεύγος έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να ενισχύσει την άμυνα του πριγκιπάτου έναντι των διαφόρων εχθρών που το απειλούσαν (Τούρκων, Σέρβων, πειρατών, Βυζαντινών).
Το 1363 η Μαρία των Βουρβώνων πούλησε τις βαρονίες και τα κάστρα Βοστίτσας και Νιβελέ (Φαναρίου Τροιζηνίας) στον Νέριο Ατζαγιόλι, ανιψιό του Φλωρεντιανού τραπεζίτη Νικολό Ατζαγιόλι. (Ο Νέριο ξεκινώντας από αυτά τα 2 κάστρα θα γίνει πανίσχυρος και θα φτάσει να γίνει Δούκας Αθηνών στο τέλος του 14ου αιώνα).
To 1391 η μισθοφορική εταιρεία των Ναβαρραίων, που είχε στο μεταξύ αποκτήσει τον έλεγχο του πριγκιπάτου της Αχαΐας και ήταν σε πόλεμο με τον Δούκα των Αθηνών, πήρε τις βαρονίες και το κάστρο του Φαναρίου από τον Νέριο. Το κάστρο πρέπει να πέρασε αργότερα υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών του Μυστρά, το αργότερο μέχρι το 1429, όταν καταλύθηκε το Πριγκιπάτο Αχαΐας.
Το 1456, δύο Έλληνες άρχοντες που δεν κατονομάζονται, πρότειναν στη Βενετία να της παραδώσουν ορισμένες οχυρές θέσεις: Μουχλί, Λιγουριό, Δαμαλάς και Φανάρι. (Η πρόταση φαίνεται απολύτως λογική αφενός επειδή οι Ενετοί είχαν ήδη στα χέρια τους μεγάλο μέρος της Αργολίδας και αφετέρου επειδή όλοι ήξεραν ότι η πλήρης επικράτηση των Τούρκων –και στον Μοριά– ήταν θέμα χρόνου) Η πρότασή τους αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσο το Φανάρι πράγματι κατέληξε στους Ενετούς. Πάντως, από το χρονικό του Stefano Magno μαθαίνουμε ότι το 1467 το Φανάρι είναι κατεστραμμένο και υπό τον έλεγχο των Τούρκων.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το φρούριο έχει σχήμα τραπεζίου, ιδιαίτερα μακρόστενου, στον άξονα Ανατολής–Δύσης. Απλώνεται σε έκταση περίπου 6 στρεμμάτων. Το μήκος του φτάνει τα 100μ., ενώ το πλάτος του δεν υπερβαίνει τα 35μ.
Στην ανατολική πλευρά δεν υπάρχει τείχος, και αυτό είναι περίεργο, γιατί η πλευρά αυτή είναι εύκολα προσβάσιμη και η κλίση της ομαλή. Λογικά θα έπρεπε να είχε τειχισθεί με μεγαλύτερη επιμέλεια. Το ότι δεν σώθηκαν τα τείχη οφείλεται είτε στο γεγονός ότι η τείχιση ήταν πλημμελής λόγω της γενικότερης φυσικής οχυρότητας του χώρου, είτε λόγω της εύκολης λήψης οικοδομικού υλικού μεταγενέστερα από το κάστρο για το χτίσιμο των νεώτερων οικισμών.
Σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένα είναι και τα τείχη της βόρειας πλευράς του κάστρου, όπου η κατωφέρεια του βράχου είναι εξαιρετικά απότομη και είναι πιθανόν η χάραξη των τειχών να ακολουθούσε την οφρύ του. Μόνο στη νότια και κυρίως στη δυτική πλευρά του φρουρίου (προς τη μεριά του χωριού) σώζονται κάποια αξιοπρόσεκτα τμήματα των τειχών.
Τα τείχη της νότιας πλευράς, στα σημεία όπου διατηρούνται, ακολουθούν και αυτά το ανάγλυφο του εδάφους. Στο μέσο περίπου της πλευράς, σώζεται το κατώφλι μνημειώδους αρχαίας πύλης (φωτο 2), φτιαγμένο με λίθους μεγάλων διαστάσεων. Τα τείχη της δυτικής πλευράς διαγράφουν ευθύγραμμη πορεία. Στη ΝΔ γωνία υπάρχει ορθογώνια προεξοχή και αρχαία ερείπια, πιθανότατα ενός πύργου.
Στο κάστρο διακρίνονται ίχνη τόσο αρχαίων όσο και μεσαιωνικών τειχών, με μια ποικιλία τοιχοδομιών που υποδηλώνει διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις. Στους αρχαίους χρόνους αποδίδεται σίγουρα η μνημειακή πύλη της νότιας πλευράς, καθώς και η ΝΔ απόληξη του κάστρου με υποψία πύργου. Η τοιχοποιία σε αυτά τα σημεία είναι ισόδομη, με μεγάλους κυβόλιθους καλά συναρμοσμένους, χωρίς συνδετικό κονίαμα.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους μπορούμε να εντοπίσουμε δύο επιπλέον διαφορετικές τοιχοδομίες. Η πρώτη εμφανίζεται σε τρία μεμονωμένα τμήματα της ανατολικής πλευράς και σε ένα ακόμη σημείο εξωτερικά του αρχαίου τείχους στην ίδια πλευρά, η σύνδεση με το οποίο είναι, προς το παρόν, δυσνόητη. Χαρακτηρίζεται από την έντονη χρήση βησσάλων (σπασμένων πλίνθων σε δεύτερη χρήση) και αδρά κατεργασμένων λίθων σχετικά μικρού μεγέθους. Τα βήσσαλα καλύπτουν τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες, οι οποίες τοποθετούνται ακανόνιστα. Τα τμήματα αυτά σώζονται σε ύψος ± 0, 50-1μ. και πάχος ± 1μ. περίπου, εδράζονται δε απευθείας στον φυσικό βράχο.
Στη δεύτερη μεσαιωνική τοιχοδομία, η οποία παρατηρείται σε τμήματα που συνέχονται με το αρχαίο τείχος της νοτιοανατολικής απόληξης και προς τα δύο του άκρα, χρησιμοποιούνται αργοί λίθοι διαφόρων μεγεθών με μικρότερες πέτρες στους αρμούς. Και πάλι η δόμηση είναι μάλλον κακότεχνη, ενώ βήσσαλα εμφανίζονται σπάνια. Το ύψος εδώ φτάνει τα ± 2-2, 50μ., ενώ το πάχος δεν ξεπερνά το ± 1μ.
Στο εσωτερικό του κάστρου σώζονται ίχνη κτιρίων. Στη ΝΔ πλευρά διακρίνεται τετράγωνος χώρος επιχρισμένος με υδραυλικό κονίαμα, ενώ στη ΝΑ υπάρχει μικρή ορθογώνια κινστέρνα, από την οποία σώζεται η υδραυλική της επίχριση, καθώς και τμήματα των αγωγών ομβρίων υδάτων. Η κινστέρνα αυτή βρίσκεται σε επαφή με το τείχος της νότιας πλευράς. Είναι σίγουρο, εντούτοις, ότι ο χώρος κρύβει ακόμα πολλά άλλα οικοδομήματα και ευρήματα.
Στα επιφανειακά όστρακα κεραμικής που βρίσκονται κατάσπαρτα στον χώρο, παρατηρείται έντονη παρουσία εφυαλωμένης κεραμικής, η οποία παραπέμπει στην ύστερη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο.
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Μάρτιος 2013 |
Πηγές
- Νίκος ∆. Κοντογιάννης ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ
- Antoine Bon, 1969, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), Editions de Boccard, σελ..233-234, 250, 347, 444-445, 595
Τα δικά σας σχόλια:
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
? |
Είσοδος: |
Ελεύθερη πρόσβαση |