Άλλες Πληροφορίες
Περί Κάστρων |
Ορισμοί και κάποια ιστορικά στοιχεία για τα κάστρα
«Ονομάτων Επίσκεψις»
Η λέξη «κάστρο» προέρχεται από το λατινικό castrum (πληθυντικός: castra) που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να περιγράψουν κάθε είδος στρατιωτικής εγκατάστασης και στρατόπεδα. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν τον όρο castrum, τον ελληνοποίησαν και σαν «κάστρο» τον κληροδότησαν στην Νέα Ελληνική γλώσσα.
Οι Ρωμαίοι επίσης χρησιμοποιούσαν από το 2ο αιώνα τη λέξη burgus (που προέρχεται από το Ελληνικό Πύργος) για τα μικρά φρούρια που ήταν εγκατεστημένα σε όλη την επικράτειά τους. Αυτά τα φρούρια με τον καιρό εξελίχθηκαν και κάποια στιγμή κατέληξαν να είναι ολόκληρα πολεοδομικά συγκροτήματα. Ο όρος «πύργος» δεν ήταν πλέον επαρκής και άρχισε να χρησιμοποιείται η λέξη castellum.
Το"castellum" είναι υποκοριστικό του castrum. Από τη λέξη αυτή προέρχονται οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές λέξεις για το κάστρο: το αγγλικό "castle", το γαλλικό "chastel" που έγινε "château", το ιταλικό "castello" αλλά και το νεοελληνικό «καστέλι» (ή «καστέλλι») που είναι μάλλον κατάλοιπο της Ενετοκρατίας.
Αντίθετα στις Γερμανικές γλώσσες επικράτησε η ρίζα -burg από το burgus-πύργος και προέκυψαν λέξεις και συνθετικά λέξεων, όπως burh, borg, berg, burgh. Υπάρχει και αντίστοιχη αραβική λέξη burj (برج) που και αυτή προήλθε από το burgus λόγω της επαφής Ρωμαίων- Αράβων. Από τα αραβικά προέκυψε το τουρκικό burç, και μάλλον έτσι προέκυψε το Ελληνικό «Μπούρτζι» (αυτή κι αν είναι διαδρομή λέξης!). Είναι γεγονός ότι η αφετηρία όλων των σύγχρονων διεθνών παραλλαγών είναι ο πύργος, η προέλευση του οποίου όμως δεν είναι ξεκάθαρη. Ας σημειωθεί ότι υπήρξε και η λέξη «πέργαμον» που σημαίνει ακρόπολις. Η ρίζα είναι μάλλον ινδοευρωπαϊκή από το bhergh=ψηλός που είναι κοινό σε πολλές αρχαίες γλώσσες.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ετυμολογία είναι αυτή της λατινικής λέξης turris από το οποίο προήλθαν: en: tower, it: torre, fr: tour, de: turm. H αρχική προέλευση όλων αυτών είναι το Ελληνικό τύρρις, που προέρχεται από το Λυδικό τοπωνύμιο Τύρρα ή Τύρσα που παραπέμπει κατά πάσα πιθανότατα στους Τυρρηνούς (Ετρούσκους). Η αρχική ρίζα είναι, και πάλι, ινδοευρωπαϊκή.
Ορισμοί περί κάστρων από το Λεξικό του Μανόλη Τριανταφυλλίδη:
κάστρο το [kástro] : 1. τείχη με τα οποία οχύρωναν οικισμό, πόλη ή θέση που είχε στρατηγική σημασία και με επέκταση, πόλη ή τοποθεσία που περιβάλλεται από τείχη· (πρβ. φρούριο): Tο ~ της Aθήνας / του Πλαταμώνα. Άπαρτο / απόρθητο ~. || οχυρωμένη κατοικία φεουδάρχη· πύργος 2. 2. (μτφ.) χώρος από όπου ασκείται ισχυρή αντίσταση σε εξωτερικές πιέσεις ή επιδράσεις· οχυρό: Στις εκλογές το κυβερνών κόμμα έχασε και σε νομούς που τους θεωρούσε παραδοσιακά κάστρα του. Έπεσαν και τα τελευταία κάστρα της αντίδρασης. καστράκι το YΠΟKΟΡ
φρούριο το [frúrio] : 1. συγκρότημα οχυρωματικών κτισμάτων, περίκλειστο, για την προστασία ενός τόπου, μιας θέσης· (πρβ. κάστρο): Aπόρθητο / ισχυρό ~. Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα ~. 2. (μτφ.) καθετί που μοιάζει με φρούριο ή που λειτουργεί ως φρούριο: Iπτάμενο ~, για βαρύ και θωρακισμένο αεροπλάνο.
πύργος ο [pírγos] : 1α. ψηλό οικοδόμημα αμυντικού χαρακτήρα συνήθ. κυκλικό ή τετράπλευρο: Tείχος ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους. Ο κεντρικός ~ του κάστρου. Είναι ψηλός σαν ~, είναι πολύ ψηλός και ογκώδης. || (ως ονομασία): Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης. Ο ~ του Λονδίνου. β. το καθένα από τα τέσσερα κομμάτια του σκακιού που μοιάζουν με πύργο και τοποθετούνται στις γωνίες της σκακιέρας: Οι κινήσεις του πύργου. 2. κατοικία οχυρωμένη έτσι που να μοιάζει με πύργο: Οι πύργοι της Mάνης. Μεσαιωνικός ~, η κατοικία του φεουδάρχη. Mε εντολή του Γάλλου βασιλιά ανατινάχτηκαν πολλοί πύργοι. Ο ~ των καταιγίδων, για σπίτι απομονωμένο σε ύψωμα. ΦΡ γυάλινος ~, για χώρο εκούσιας απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον: Kαλλιτέχνης κλεισμένος στο γυάλινο πύργο του. χτίζω πύργους στην άμμο. 3. κατασκευή, ιδίως οικοδόμημα, με πολύ μεγάλο ύψος: Ο ~ του Άιφελ / της Πίζας. Οι πύργοι της Παναγίας των Παρισίων, τα καμπαναριά της. Ο ~ της Bαβέλ και ως ΦΡ. Ένας ~ για άντληση πετρελαίου. ~ ελέγχου, ψηλό κτίριο στο αεροδρόμιο για τη ρύθμιση της εναέριας κυκλοφορίας. H πολυκατοικία γκρεμίστηκε σαν χάρτινος ~. ΦΡ χάρτινοι* πύργοι. || πυλώνας: Ένας ~ της ΔΕH. || ουρανοξύστης: Ο ~ των Aθηνών. 4. (στρατ.) πυργίσκος 2. πυργίσκος* ο YΠΟKΟΡ.
Στον παραπάνω ορισμό του «κάστρου» θα πρέπει να δώσουμε συμπληρωματικά και μια χρονική διάσταση: ο όρος «κάστρο» αφορά κυρίως, μεσαιωνικές οχυρωματικές κατασκευές. Οχυρά, με άλλα λόγια, που κατασκευάστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν στο χρονικό διάστημα από τον 4ο μ.Χ. αιώνα μέχρι και τον 17ο αιώνα. Φρούρια που έπαψαν να χρησιμοποιούνται πριν το το τέλος της ύστερης αρχαιότητας δεν θα πρέπει να αποκαλούνται κάστρα και το ίδιο ισχύει για οχυρά που κτίστηκαν τους τελευταίους αιώνες.
Η Ιστορία των Κάστρων
Τα μεσαιωνικά κάστρα δεσπόζουν στο τοπίο πολλών Ευρωπαϊκών χωρών. Πολλά από αυτά είναι ερείπια και κάποια έχουν αναστηλωθεί. Αλλά οι κατασκευές αυτές δεν ήταν εφεύρεση του Μεσαίωνα.
Πρώτες Οχυρώσεις
Σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προστατεύσουν τον τόπο τους: Στη Λίθινη Εποχή όρθωναν φράχτες για να κρατούν μακριά τα άγρια θηρία. Όταν σχηματίστηκαν οι πρώτες κοινωνίες, ζούσαν σε περιτειχισμένους οικισμούς για να αντιμετωπίσουν ξένους επιδρομείς. Οι φύλαρχοι και οι βασιλιάδες οχύρωναν τα αρχοντικά τους για να περιφρουρήσουν την οικογένεια, την περιουσία και την εξουσία τους.
Η ανάπτυξη των πρώτων μεγάλων πολιτισμών δημιούργησε την ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία από εξωτερικές απειλές και αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών και προηγμένων οχυρώσεων.
Από την αρχή, το βασικό στοιχείο πάσης φύσεως οχυρώσεων υπήρξε ο πύργος. Ο πύργος έγινε διαχρονικό σύμβολο της οχυρωματικής και το αρχέτυπο του κάστρου. O πιο παλιός γνωστός πύργος είναι ο κυκλικός πέτρινος πύργος στη νεολιθική Ιεριχώ, από το 8000 π.Χ.
Η σύνθετη οχύρωση με τείχη και πύργους ήταν ήδη αναπτυγμένη στην Αρχαία Αίγυπτο όπως φαίνεται από τα ερείπια του ανακτόρου στην Άβυδο. Οι λαοί της Μεσοποταμίας και οι Χετταίοι στη Μικρά Ασία άφησαν επίσης πίσω τους ίχνη αξιόλογης, για την εποχή, οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Από τους πιο παλιούς πύργους ήταν τα Ζιγκουράτ, βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής των Σουμερίων, από την 4η χιλιετηρίδα π.Χ.
Ένα πασίγνωστο δείγμα πρώιμης οχυρωματικής είναι το «ιερόν πτολίεθρον», η Τροία. Έχει εξακριβωθεί ότι στο σημείο εκείνο υπήρξαν κατά περιόδους εννέα διαφορετικές πόλεις. Όλα τα στρώματα έχουν σημάδια καταστροφής είτε από σεισμό είτε από εχθρικές επιθέσεις. Τα τείχη κτιζόταν ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο. Η 6η οχύρωση υπήρξε η Τροία του Πριάμου και του Ομήρου, ένα από τα πιο διάσημα φρούρια της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι πρώτες Ευρωπαϊκές οχυρώσεις έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα. Μια νέα εποχή ανέτειλε στην οχυρωματική τεχνική με την ανάπτυξη του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ακροπόλεις αυτής της περιόδου ήταν ισχυρές κατασκευές με πελώρια τείχη που σχηματίζονταν από ογκώδεις μονόλιθους.
Οι Έλληνες της κλασικής περιόδου απέδωσαν τη δημιουργία των εντυπωσιακών αυτών κατασκευών σε μυθικά όντα, τους Κύκλωπες, και τα τείχη ονομάστηκαν κυκλώπεια. Οι Μυκήνες και η Τίρυνθα είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της τεχνοτροπίας που επικράτησε μεταξύ 14ου και στο 12ου αιώνα (προ Χριστού) και αναπαράχθηκε σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι περισσότερες Μυκηναϊκές ακροπόλεις καταστράφηκαν με την κάθοδο των Δωριέων, αλλά πολλά από τα εναπομείναντα τμήματα των κυκλώπειων τειχών ενσωματώθηκαν σε μεταγενέστερες οχυρώσεις.
Ακόμα και στην Ακρόπολη υπάρχει τμήμα του τείχους χτισμένο επάνω σε κυκλώπεια τείχη.
Κλασική Αρχαιότητα
Στην κλασική Ελλάδα κτίστηκαν πολλές οχυρώσεις με την μορφή ακροπόλεων, περιτειχισμένων πόλεων και φρουρίων, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Ελληνικού κόσμου. Τα τείχη δεν ήταν πια κυκλώπεια, αλλά οι οχυρώσεις ήταν πιο εξελιγμένες. Ο πύργος έγινε το κέντρο της αμυντικής σχεδίασης σαν φυλάκιο, διοικητήριο, παρατηρητήριο ή φρυκτωρία. Παρέμεινε πάντα τετράγωνος και από κάποια εποχή και μετά περιβαλλόταν από εξωτερικό τείχος. Τα τείχη των πόλεων θεωρούνταν βασικό στοιχείο για την ισχύ της πόλης- κράτους, κάτι που μεταξύ άλλων είναι εμφανές και στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για τα «Μακρά Τείχη» των Αθηνών στο Θουκυδίδη. Από μια άποψη, τα κάστρα πάντα ήταν κάτι σαν υπερόπλο της Αρχαιότητας.
H Σπάρτη ήταν η μόνη Ελληνική πόλη χωρίς τείχη. Είχαν κατεδαφιστεί από τον Λυκούργο. Οι Σπαρτιάτες ήταν σίγουροι ότι η ανδρεία τους και τα «ανθρώπινα τείχη» ήταν αρκετά για την προστασία της πόλης τους.
Οι Αρχαίοι Έλληνες πάντως δεν έμειναν στην ιστορία για τις οχυρωματικές τους επιδόσεις, ίσως επειδή η πρόοδος σε αυτόν τον τομέα επισκιάστηκε από τα μεγαλειώδη επιτεύγματά τους σε πολλά άλλα πεδία. Το βέβαιο είναι τα κάστρα είναι ένα ακόμα από τα χαρακτηριστικά του Δυτικού πολιτισμού με προέλευση από την Αρχαία Ελλάδα.
Οι Ελληνικές οχυρώσεις έφτασαν στο απόγειο, από απόψεως αριθμού και τεχνολογικού επιπέδου κατά την Ελληνιστική περίοδο. Στη συνέχεια ήρθαν οι Ρωμαίοι. Η επικράτηση των Ρωμαίων έφερε νέα άνθηση στην τεχνική των οχυρώσεων που την απελευθέρωσε από διακοσμητικά και ηγεμονικά στοιχεία εστιάζοντας σε καθαρά στρατιωτικές ανάγκες. Οι Ρωμαίοι έκτιζαν τα οχυρά τους κυρίως στα σύνορα και σε αμφισβητούμενες περιοχές, ενώ η ανέγερση των φρουρίων ήταν πάντα υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, υιοθέτησαν Ελληνικά στοιχεία όπως οι πύργοι, τελειοποιώντας τεχνικές και υλικά και εισάγοντας τη χρήση τσιμέντου και τούβλων.
Ρωμαϊκό Φρούριο
Αυτά τα κτίσματα με τους πύργους άρχισαν να αποκαλούνται, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, burgus (πληθ. Burgi, από το Ελληνικό Πύργος). Σιγά-σιγά οι πύργοι σε στρατηγικές τοποθεσίες άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερο μέγεθος και περισσότερες χρήσεις και να εξαπλώνονται στην αυτοκρατορία αρχίζοντας από προκεχωρημένα φυλάκια στη Λιβύη και στη Συρία .
Στην πορεία, αυτές οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο περιλαμβάνοντας αποθήκες, αυλές, στάβλους σπίτια, ολόκληρα συγκροτήματα. Δεν άρμοζε πλέον να αποκαλούνται απλά «πύργοι». Έτσι άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος castellum. Τα Ρωμαϊκά φρούρια γεννήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, και αυτή η Ελληνορωμαϊκής προελεύσεως κατασκευή υπήρξε ο πρόγονος των κάστρων του Μεσαίωνα.
Βυζάντιο
Το Βυζάντιο ήταν ο διάδοχος του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και, μεταξύ άλλων στοιχείων, κληρονόμησε και την οχυρωματική τεχνολογία του. Οι Βυζαντινοί έκτισαν πολλά φρούρια και περιτειχισμένες πόλεις ακολουθώντας τη Ρωμαϊκή τεχνοτροπία και διατηρώντας τη χρήση των κάστρων υπό τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης.
Η τελευταία μεγάλη οχυρωματική κατασκευή του Αρχαίου Κόσμου -και η πρώτη του Μεσαιωνικού- ήταν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης που είχε γίνει η νέα πρωτεύουσα το 330 μ.Χ. από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Όταν ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β’ (ο Μικρός) επέκτεινε την πόλη στις αρχές του 5ου αιώνα, έδωσε εντολή για κατασκευή διπλών τειχών για την προστασία της ευάλωτης ηπειρωτικής πλευράς της πόλης. Τα τείχη αυτά έγιναν τόσο ισχυρά που προστάτεψαν την πόλη για πάνω από 1000 χρόνια απωθώντας και αποτρέποντας εισβολείς κάθε προέλευσης. Τα Θεοδοσιανά τείχη απετέλεσαν πρότυπο για τους πρωτομάστορες του Μεσαίωνα και ίσως ήταν το πιο ισχυρό φρούριο που υπήρξε ποτέ.
Οι Βυζαντινοί, όπως οι Ρωμαίοι, έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των συνόρων. Είχαν κατασκευάσει ένα δίκτυο φρουρίων στις ακριτικές περιοχές, όπως στην οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία ή κατά μήκος του Δούναβη στην Ευρώπη και αργότερα στην οροσειρά της Ροδόπης, στη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) πιστώνεται με την τεράστια επιχείρηση κατασκευής φρουρίων που έγινε στις αρχές του 6ου αιώνα σε όλη τη Βυζαντινή επικράτεια, σε Βαλκάνια, Δυτική Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Το Βυζάντιο παρόλο που είναι ίσως ιστορικά υποτιμημένο, επέζησε για πάρα πολύ καιρό όντας το μοναδικό πολιτισμένο μέρος περιστοιχισμένο από έναν ωκεανό βαρβαρικών φυλών που ορέγονταν τα πλούτη του. Οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς επιθέσεις και εισβολές χάρη σε καινοτομίες στην στρατιωτική τεχνολογία (το Υγρόν Πυρ είναι ένα καλό παράδειγμα) και χάρη στην κατασκευή ισχυρών οχυρώσεων. Η παρακμή της αυτοκρατορίας ουσιαστικά άρχισε όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος (1042-1055), σε μια εποχή ειρήνης και εφησυχασμού, αμέλησε τη συντήρηση και τη χρηματοδότηση των φρουρίων των ανατολικών συνόρων, με συνέπεια να μείνουν απροστάτευτα απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους που ενέσκηψαν λίγο αργότερα.
Τα Κάστρα στη Δυτική Ευρώπη
Η Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε πολύ νωρίτερα από το Βυζάντιο, τον 5ο αιώνα, και αυτό για τη Δυτική Ευρώπη ήταν η αρχή μιας περιόδου ακυβερνησίας, ανομίας , συγκρούσεων και βαρβαρότητας. Αυτή η χαώδης κατάσταση διακόπηκε για λίγο με την επικράτηση του Καρλομάγνου, αλλά αργότερα οι τρεις εγγονοί του διέσπασαν το βασίλειο. Με τον κατακερματισμό της Καρολίγγειας δυναστείας ήρθε και η παρακμή της και ξανάρχισαν η συγκρούσεις μεταξύ αντιπάλων οικογενειών και επίδοξων ηγεμονίσκων σε όλη την Ευρώπη.
Οι Καρολίγγειοι έκτισαν κάστρα και μάλιστα ιδιαίτερου τύπου σε Ρομανικό ρυθμό, αλλά η «χρυσή εποχή » των Μεσαιωνικών κάστρων ανέτειλε τον 9ο με 10 αιώνα, με την πτώση της Καρολίγγειας δυναστείας και τη διάσπαση σε πάμπολλες τοπικές ηγεμονίες και πριγκιπάτα. Αυτοί οι τοπικοί άρχοντες άρχισαν να χτίζουν κάστρα για να ελέγξουν τις περιοχές τους. Παρόλο που στην ιστοριογραφία των δυτικών κάστρων δίνεται έμφαση στο στρατιωτικό και αμυντικό τους ρόλο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κάστρα απετέλεσαν και διοικητικά κέντρα, πυρήνες εμπορικής ανάπτυξης και κυρίως σύμβολα κύρους και εξουσίας.
Εκείνη την εποχή το πιο πολύτιμο αγαθό ήταν η γη. Η γη -και όχι τα λεφτά- ήταν η πηγή πλούτου, δύναμης και εξουσίας. Και η γη ήταν στα χέρια πολύ λίγων ανθρώπων. Ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Αγγλία, ο βασιλιάς ήταν ο μόνος που από το Θεό είχε δικαιώματα ιδιοκτησίας και απένειμε στους ισχυρούς φίλους του κομμάτια γης με αντάλλαγμα τη συστράτευση στις πολεμικές επιχειρήσεις και την υποστήριξη στην εδραίωση της βασιλικής εξουσίας. Αυτοί που γίνονταν τοπικοί άρχοντες (βαρόνοι) με αυτόν τον τρόπο, έπρεπε να βρουν τα μέσα για τη συντήρηση στρατού και την κατασκευή οχυρώσεων, και γι’ αυτό με τη σειρά τους μοίραζαν τη γη με παρόμοιο τρόπο σε μικρότερους άρχοντες συνθέτοντας ένα σύστημα που αργότερα ονομάστηκε φεουδαρχισμός ( από το Λατινικό feudum). Ο Φεουδαρχισμός έγινε το κυρίαρχο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα κατά το Μεσαίων και είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη δημιουργία και την ύπαρξη των Μεσαιωνικών κάστρων.
Στις περισσότερες χώρες χρειαζόταν και άδεια για την οικοδομή κάστρου, που την απένειμε μόνο ο βασιλιάς. Υπενθυμίζεται ότι τα κάστρα ήταν ένα ισχυρό πολεμικό μέσο και σύμβολο εξουσίας, συνεπώς εύλογα η βασιλική εξουσία ήθελε υπό τον έλεγχό της αυτό το δικαίωμα. Τα κάστρα που χτίζονταν χωρίς άδεια (τα αυθαίρετα!) έπρεπε να γκρεμιστούν.
Με το τέλος της πρώτης χιλιετηρίδας, μια άλλη δύναμη θα έδινε νέα ώθηση στην κατασκευή κάστρων στη Δυτική Ευρώπη. Οι Νορμανδοί. Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής από τη Νορμανδία της Γαλλίας εισέβαλε στην Αγγλία το 1066 και την κατέκτησε αλλάζοντας δραστικά το Μεσαιωνικό τοπίο. Οι Νορμανδοί για να περιφρουρήσουν τις κατακτήσεις τους, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά σε ολόκληρη της Ευρώπη, έχτισαν πολλά και ισχυρά κάστρα. Οι Νορμανδοί είναι υπεύθυνοι για κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες που έχει ο πολύς κόσμος για το Μεσαίωνα όπως οι ιππότες, οι μονομαχίες, οι πανοπλίες αλλά και τα κάστρα, που χάρη σε αυτούς πήραν την, ούτως ειπείν, κλασική τους μορφή.
Το κάστρο παρέμεινε ένα σπουδαίο πολεμικό μέσο σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα Οι στρατιωτικές τακτικές εκείνης της εποχής περιστρέφονταν γύρω από την πολιορκία, υπεράσπιση και κατάκτηση κάστρων.
Αν και η πυρίτιδα είχε εισαχθεί στην Ευρώπη από τον 14ο αιώνα, δεν επηρέασε δραματικά την τεχνολογία των κάστρων μέχρι τον 15ο αιώνα οπότε τα κανόνια απέκτησαν αρκετή δύναμη πυρός και ήταν πλέον σε θέση να γκρεμίσουν τα πέτρινα τείχη. Αυτό τα άλλαξε όλα τόσο στην τέχνη του πολέμου συνολικά, όσο και ειδικότερα στο ρόλο που έπαιζαν τα κάστρα που όπως ειπώθηκε ήταν μέχρι τότε στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε αυτή τη μεταβατική φάση, ορόσημο υπήρξε η πολιορκία της Ρόδου το 1522. Οι Οθωμανοί τελικά κατέλαβαν το νησί, αλλά τα διδάγματα που αντλήθηκαν άλλαξαν (κυριολεκτικά) το τοπίο των οχυρώσεων στην Ευρώπη.
Κάστρα εξακολούθησαν να χτίζονται και κατά τον 16ο, ακόμα και τον 17ο αιώνα, αλλά οι νέες οχυρωματικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν για να αντιμετωπιστεί η δύναμη των κανονιών τα κατέστησαν άβολα και ακατάλληλα για άλλες χρήσεις. Έτσι άρχισε η παρακμή των παραδοσιακών κάστρων που αντικαταστάθηκαν είτε από συμπαγή οχυρά με πυροβολαρχίες είτε από επιβλητικές κατοικίες χωρίς οχύρωση. Από κάποια στιγμή και μετά ο όρος κάστρο άρχισε να χρησιμοποιείται πλέον για πολυτελείς εξοχικές επαύλεις. Τα πραγματικά κάστρα περιέπεσαν σε αχρηστία και τα περισσότερα ερήμωσαν. Κάποια από αυτά αναστηλώθηκαν και μετατράπηκαν σε εντυπωσιακά μνημεία ενός μακρινού μεσαιωνικού παρελθόντος.
Ρομαντισμός και Κάστρα
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σήμερα μια ρομαντική εικόνα για τα κάστρα συνοδευόμενη από ιππότες, βασιλοπούλες, μονομαχίες και συμπόσια.
Το κάστρο Neuschwanstein στη Γερμανία
Η εικόνα του κάστρου δημιουργεί συνειρμούς με ονειρώδη μέρη και ιστορίες ξίφους και μαγείας σε μακρινούς τόπους και μακρινές εποχές. Η ρομαντική εικόνα για τα Μεσαιωνικά χρόνια οφείλεται στη φαντασία μεταγενέστερων συγγραφέων που έγραψαν για ήρωες όπως ο βασιλιάς Αρθούρος, οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, ο Ρομπέν των Δασών. Ακόμα, στα περισσότερα κλασικά παραμύθια υπάρχει και ένα κάστρο με τους πύργους και τις πολεμίστρες του. Μέσα από τέτοιες ιστορίες, βλέπουμε ηρωικούς ιππότες να πολεμούν με τέρατα, κακές μάγισσες και δράκους.
Το ενδιαφέρον για τα κάστρα αναζωπυρώθηκε κυρίως την εποχή του Ρομαντισμού οπότε ανακαλύφτηκε ξανά ο Μεσαίωνας και οι θρύλοι του. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι Ρομαντικοί, αποστρεφόμενοι τον υλισμό του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης και αισθανόμενοι -ιδίως οι Γερμανοί- τον πατριωτισμό τους βαθιά πληγωμένοι από γεγονότα όπως οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, στράφηκαν στις αξίες του παρελθόντος. Εξύμνησαν τη Μεσαιωνική ιστορία και τη Γοτθική τέχνη, και γοητεύθηκαν από τα μεσαιωνικά κάστρα και μοναστήρια. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία, αλλά ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στροφής προς ένα ένδοξο, μυθολογικό και πατριωτικό παρελθόν να είναι η μουσική του Βάγκνερ.
Για τους καλλιτέχνες, τα μεσαιωνικά κάστρα ξύπνησαν μια νοσταλγία για αυτό που έβλεπαν σαν ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και σαν ένωση της φύσης με τον πολιτισμό. Αυτό το έντονο συναίσθημα το πέρασαν στα έργα τους. Οι Ρομαντικοί ήταν οι πρώτοι που αντιμετώπισαν τα κάστρα σαν μνημεία, και με αυτούς άρχισε κατά κάποιο τρόπο η προσπάθεια διάσωσης και αξιοποίησής τους.
Αυτή η τάση που έμεινε γνωστή σαν ρομαντισμός των κάστρων, έφερε στη μόδα την κατασκευή απομιμήσεων κάστρων, δηλαδή οικοδομημάτων που ήταν στην ουσία πολυτελείς επαύλεις χωρίς στρατιωτικό χαρακτήρα και χωρίς οχυρώσεις. Το κορυφαίο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι το κάστρο Νοϊσβανστάιν (Neuschwanstein) στη Γερμανία που κτίστηκε το 1869 από το βασιλιά Λούντβιχ Β’ της Βαυαρίας.
Το Neuschwanstein είναι ένα ωραίο μνημείο και πολύ ενδιαφέρον αξιοθέατο, αλλά δεν είναι πραγματικό κάστρο. Αυτό δεν το εμπόδισε να γίνει σύμβολο του ρομαντισμού και των κάστρων γενικώς. Στο google, στην αναζήτηση για “castle”, το Neuschwanstein είναι η πρώτη εικόνα που εμφανίζεται ενώ από τα πρώτα είναι και το «κάστρο» της Ωραίας Κοιμωμένης της Disneyland που παρεμπιπτόντως είναι εμπνευσμένο από το Neuschwanstein .