Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης, Νομός Θεσσαλονίκης,Κεντρική Μακεδονία
Κάστρα Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: |
Θεσσαλονίκη |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Κεντρική Μακεδονία Ν.Θεσσαλονίκης | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Θεσσαλονίκης • Θεσσαλονίκη | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 200 m |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
5ος αιώνας | ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Βυζαντινή Πόλη |
Σχετικα Καλη
|
Τα Κάστρα της Θεσσαλονίκης είναι ένα σύμπλεγμα τειχών, πύργων και οχυρώσεων με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία.
Αυτό που λέμε σήμερα «Κάστρα της Θεσσαλονίκης» είναι μέρος μόνο της παλιάς οχύρωσης. Στην αρχική τους μορφή, τα τείχη και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης περιέβαλλαν ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της πλευράς που βρέχεται από τη θάλασσα.
Οι πρώτες οχυρώσεις δημιουργήθηκαν με την ίδρυση της πόλης κατά τους ελληνιστικούς χώρους αλλά η σημερινή μορφή των κάστρων είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατασκευή του τέλους του 4ου μ.Χ. αιώνα και του 5ου αιώνα.
O Λευκός Πύργος, το Επταπύργιο και το Φρούριο Βαρδαρίου, που είναι κατά κάποιο τρόπο μέρη των Κάστρων της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζονται ξεχωριστά στο site, σαν αυτοτελή κάστρα.
Ιστορία
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από έναν από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Κάσσανδρο. Ο Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει τον θρόνο της Μακεδονίας, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.
Οι πρώτες οχυρώσεις της πόλης ξεκίνησαν λίγο μετά την ίδρυσή της, τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η ύπαρξη των τειχών πιστοποιείται συν τοις άλλοις από ένα ιστορικό γεγονός: Το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες (Γαλάτες) άρχισαν επιδρομές στην Ελλάδα, αναχαιτίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν προς νότο, στους Δελφούς και την Αιτωλία.
Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς. Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για το αρχικό περιτείχισμα της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του.
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα. Το 58 π.Χ. ο Κικέρων βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εξόριστος από τη Ρώμη. Ανέφερε ότι τα τείχη της πόλης ήταν σε κακή κατάσταση και ότι οι κάτοικοι φοβούνταν την επιδρομή των Θρακικών φύλων. Παρά την παρατήρηση αυτή, είναι γνωστό πως οι Θράκες εκδιώχθηκαν έξω από τα τείχη χωρίς κανένα πρόβλημα.
Γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα κατασκευάστηκε βιαστικά τείχος με τετράγωνους πύργους, ίσως για την απώθηση επιδρομών από τους Γότθους. Η περίμετρος του τείχους αυτού αποτέλεσε τη βάση της μεταγενέστερης οχύρωσης που διατηρήθηκε ως σήμερα. Η νέα οχύρωση της πόλης φαίνεται πως διαμορφώθηκε στο διάστημα από τα τέλη του 3ου αιώνα έως τα μέσα του 5ο αιώνα. Το τείχος αυτό, πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικό αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.
Την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-336) η Θεσσαλονίκη έγινε μεγάλη ναυτική βάση και το λιμάνι διαπλατύνθηκε και επεκτάθηκε (πρόκειται για το Λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου που τον 19ο αιώνα μπαζώθηκε και προέκυψε μια νέα συνοικία, τα Λαδάδικα). Επί Ιουλιανού (361-363), τα τείχη της πόλης επισκευάστηκαν, όταν ο αυτοκράτορας διέταξε την ενίσχυση όλων των οχυρών της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και της Ιλλυρίας για την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών.
Είναι γεγονός πως οι αλλεπάλληλες εχθρικές επιδρομές στους επόμενους αιώνες έκαναν επιτακτική την ανάγκη για συνεχή συντήρηση και ενίσχυση των τειχών. Πάντως το αρχικό περίγραμμα δεν άλλαξε ιδιαίτερα στο πέρασμα των αιώνων. Η ιστορία των βυζαντινών οικοδομικών επεμβάσεων ιχνηλατείται από τις διάφορες επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές.
Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε στα τέλη του 4ου ή στα μέσα του 5ου αιώνα από τον αξιωματούχο Ορμίσδα. Το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται αυτή τη χρονολόγηση είναι μια επιγραφή μήκους 9 μέτρων και 3 σειρών (από τις οποίες αναγνώσιμη είναι μόνο η μεσαία), στον ομώνυμο πύργο του ανατολικού τείχους, όπου διακρίνεται η φράση: «… τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλι(ν) χείρας έχων καθαράς».
Το θέμα είναι ότι δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια ποιος ήταν ο Ορσμίδας. Το όνομα είναι περσικό. Παλιότεροι μελετητές υπέθεσαν, κάπως αυθαίρετα, ότι επρόκειτο για το αρχηγό της αιγυπτιακής φρουράς που ήταν στην πόλη επί βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου Α’, στο τέλος του 4ου αιώνα.
Όμως σήμερα πιστεύεται ότι επρόκειτο για τον Ορμίσδα που ήταν Έπαρχος Ανατολής το 449-451. Βέβαια η Θεσσαλονίκη ανήκε στην Επαρχία Ιλλυρικού και όχι της Ανατολής, αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι πριν πάει στην Ανατολή ο Ορμίσδας διετέλεσε αξιωματούχος στη Θεσσαλονίκη, δεδομένου ότι δεν είναι γνωστός κανένας άλλος υψηλόβαθμος με το όνομα Ορμίσδας εκείνη την περίοδο. Άρα θεωρείται πιο πιθανό η ανακατασκευή των τειχών να έγινε τη δεκαετία του 440, όταν τα Βαλκάνια ήταν υπό την απειλή των Ούννων. Μάλιστα οι Ούννοι το 441 είχαν καταστρέψει το Σίρμιον στο Δούναβη που ήταν η έδρα του Ιλλυρικού μέχρι τότε και εξαιτίας αυτού του γεγονότος η έδρα της επαρχίας είχε μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη.
Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί για την κατασκευή στα μέσα του 5ου αιώνα είναι η χρήση των μαρμάρινων εδράνων του Ιπποδρόμου σαν υλικό στην τοιχοποιία της οχύρωσης. Είναι γνωστό πως η εγκατάλειψη και καταστροφή του Ιπποδρόμου άρχισε αρκετά μετά από τον θάνατο του Θεοδοσίου Α’. Άρα τα μάρμαρα δεν μπορεί να ξηλώθηκαν στο τέλος του 4ου αιώνα, αλλά αρκετά αργότερα.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, οι επιδιορθώσεις και οι ανακατασκευές των τειχών κρίθηκαν αναγκαίες μετά από τις επίμονες επιθέσεις και πολιορκίες από Αβάρους και Σλάβους. Υπάρχει και μια επιγραφή με την αναφορά Επί του αγιοτάτου Αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού, που μας πληροφορεί πως προσθήκη έγινε όταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Ευσέβιος, ο οποίος αγωνίστηκε για την ενίσχυση της οχύρωσης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρικίου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη από τους Σλάβους κατ’ επανάληψιν εκείνη την περίοδο, ενώ τότε γεννήθηκε και ο θρύλος του Αγίου Δημητρίου ως προστάτη της πόλης, καθόσον και στις 2 πολιορκίες των Σλάβων θεωρείται ότι έσωσε την πόλη, με την οπτασία του έφιππου Αγίου να εμψυχώνει τους υπερασπιστές.
Στη συνέχεια, τα τείχη παραμελήθηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας περιόδου ειρήνης τον 8ο και 9ο αιώνα. Οι συνέπειες έγιναν αντιληπτές όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί από θαλάσσης το 904. Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να γίνουν επισκευές, αλλά οι σχετικές εργασίες μόλις είχαν ξεκινήσει, όταν ο στόλος των Σαρακηνών, υπό τη διοίκηση του εξωμότη Λέοντα του Τριπολίτη, εμφανίστηκε στον Θερμαϊκό. Η πόλη λεηλατήθηκε, οι άμαχοι σφαγιάστηκαν και 22.000 αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ευτυχώς που οι Σαρακηνοί, όντας απλώς πειρατές, έφυγαν σύντομα μετά το πλιάτσικο. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός, μετά απ΄αυτή τη συμφορά φρόντισε για την άμεση επισκευή των τειχών. Η πόλη ανασυντάχθηκε και συνέχισε την ανοδική πορεία της για άλλους τέσσερις αιώνες.
Μια επιγραφή στην πύλη της Καλαμαριάς δίνει πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν στα τείχη τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (Βασίλειος Β΄, 976-1025). Εκείνη την περίοδο η κύρια απειλή για την αυτοκρατορία ήταν οι Βούλγαροι.
Αργότερα, το 1185, όταν οι Νορμανδοί επιτέθηκαν εναντίον της πόλης με μια τεράστια για την εποχή δύναμη (80.000 με 5.000 σιδερόφρακτους ιππότες, 200 πλοία), τα θαλάσσια τείχη ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά υπήρχαν αδύναμα σημεία στην ανατολική πλευρά. Οι Νορμανδοί το εκμεταλλεύτηκαν, υπονόμευσαν το τείχος και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα ρήγμα με αποτέλεσμα η πόλη να υποστεί μία ιστορική λεηλασία. Μεγάλη ευθύνη για την καταστροφή φέρει και ο τότε κυβερνήτης της πόλης Δαυίδ Κομνηνός («ανίκανος και γυναικών θηλύτερος και των ελάφων δειλότερος», κατά τον Χωνιάτη). Η άλωση και η σφαγή που ακολούθησε βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στους ορθόδοξους Έλληνες και του Λατίνους.
Το 1204 οι Θεσσαλονίκη κατελήφθη εύκολα από τους Φράγκους που είχαν αλώσει προηγουμένως την Κωνσταντινούπολη και έγινε έδρα, για λίγο, του Φράγκικου «Βασιλείου της Θεσσαλονίκης» με ηγεμόνα τον αρχηγό της Δ’ Σταυροφορίας, τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Αυτό το καθεστώς κράτησε μέχρι το 1223 όταν η πόλη κατελήφθη από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Μια επιγραφή υποδεικνύει ότι ένα τμήμα του επιθαλασσίου τείχους κοντά στο Λευκό Πύργο ξαναχτίστηκε το 1316 κατόπιν ενεργειών του λογοθέτη Υαλέου: Ανεκτίσθη εκ βάθρων τοδε ... του τείχους δια συνδρομής και συνεργίας του πανσεβάστου λογοθέτου του στρατιωτικού του Υαλέου, κεφαλατικεύοντος εν τήδε πόλει Θεσσαλονίκη κατά τον χρόνον ιδ΄ ινδικτιώνος του στωκδ΄ έτους.
Λίγο πριν το 1355, όταν η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα (ή Άννα της Σαβοΐας –χήρα του Ανδρόνικου Γ’ και μητέρα του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου) είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε τις επισκευές των τειχών καθώς η πόλη προετοιμαζόταν να δεχθεί την επίθεση του Ιωάννη Καντακουζηνού (που είχε ήδη σφετεριστεί τον αυτοκρατορικό θρόνο). Ήταν η εποχή του Β’ Βυζαντινού εμφυλίου του 14ου αιώνα.
Η τελευταία βυζαντινή παρέμβαση έγινε πιθανότατα επί Μανουήλ Β' Παλαιολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης. Τότε κατασκευάστηκε και ο πύργος του Μανουήλ.
Στη διάρκεια της Ενετικής κατοχής (1423-1430) δεν έγιναν οι απαραίτητες επισκευές στα τείχη, όπως αποκαλύπτουν οι επιστολές διαμαρτυρίας των πολιτών προς τη Βενετία. Η αδιαφορία των Βενετών ήταν πραγματικά αδικαιολόγητη, δεδομένου όταν ο Μουράτ και ο πολυάριθμος στρατός του είχαν στρατοπεδεύσει μόνιμα έξω από τα τείχη της πόλης.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη το 1430 και παρέμειναν εκεί για 5 σχεδόν αιώνες. Οι δικές τους προσθήκες στα τείχη ήταν ο Λευκός Πύργος, ο πύργος Τριγωνίου στη βορειοανατολική γωνία και ο κεντρικός πύργος στο Επταπύργιο. Και οι τρεις χτίστηκαν μέσα στον 15ο αιώνα, μετά το 1430, ενώ για τον πύργο του Επταπυργίου ξέρουμε με ακρίβεια τη χρονολογία (1431) χάρη σε τουρκική επιγραφή. Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους, αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάσθηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, τον επόμενο αιώνα, για την ενίσχυση του λιμανιού.
Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου, τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης. Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνεχεία τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ου αιώνα συντελέστηκε η καταστροφή μεγάλου μέρους της περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη ξανάγινε Ελληνική το 1912. Αλλά τότε πλέον τα τείχη δεν εξυπηρετούσαν κανένα στρατιωτικό σκοπό. Ευτυχώς, από τότε διατηρήθηκαν στην ίδια περίπου κατάσταση, με διάφορες εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης κατά καιρούς.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
— Γενική εικόνα
Το σύμπλεγμα οχυρώσεων που κοινώς περιγράφεται ως «Κάστρα Θεσσαλονίκης» αποτελείται από τα εξής μέρη:
1. Την οχύρωση της Κάτω Πόλης. Η κάτοψη της οχύρωσης αυτής είναι ένα τετράπλευρο, του οποίου δύο παράλληλες πλευρές –η δυτική και η ανατολική– είναι κάθετες προς τη θάλασσα. Από τις άλλες δύο πλευρές, η μία ήταν το επιθαλάσσιο τείχος (από το οποίο δεν έχει μείνει τίποτα) και η άλλη προς βορρά, περνούσε από τις συνοικίες Καλλιθέα και Κάστρα του σημερινού Δήμου Συκεών ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους, σε μια πολύ πιο τεθλασμένη διαδρομή συγκριτικά με τις άλλες πλευρές.
Το μήκος της τειχών της Κάτω Πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν 6,8 χιλιόμετρα, από τα οποία ένα σημαντικό μέρος, περί τα 3,6 χιλιόμετρα, δεν σώζεται.
2. Την οχύρωση της Άνω Πόλης ή Ακρόπολης. Βρίσκεται βορειοανατολικά από την Κάτω Πόλη από την οποία διαχωρίζεται από ένα τείχος μήκους 400μ. Το μήκος των τειχών της Άνω Πόλης ήταν 1.900 μέτρα συμπεριλαμβανομένων των 400μ. του κοινού τμήματος με την Κάτω Πόλη. Το σύνολο σχεδόν των τειχών της Άνω Πόλης διατηρούνται, με εξαίρεση κάποια μικρά τμήματα στη βόρεια πλευρά που είναι είτε σε κακή κατάσταση είτε λείπουν εντελώς.
3. Το Επταπύργιο: Νεώτερο από τις προηγούμενες οχυρώσεις, βρίσκεται εξ ολοκλήρου μέσα στην Ακρόπολη, στο ψηλότερο σημείο. Παρουσιάζεται σε ξεχωριστό λήμμα στον Καστρολόγο.
4. Το φρούριο Βαρδαρίου: Μικρό σχετικά φρούριο που κατασκευάστηκε έξω από το νοτιοδυτικό άκρο των Βυζαντινών τειχών, δίπλα από τα σημερινά Δικαστήρια, για να προστατεύει το λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διέθετε και προέκταση –το Τζερέμπουλον– για προστασία του λεμενοβραχίονα. Παρουσιάζεται σε ξεχωριστό άρθρο στον Καστρολόγο.
5. Τον Λευκό Πύργο, ο οποίος μαζί με τον οχυρωματικό του περίβολο ήταν μια μεταγενέστερη ανεξάρτητη οχύρωση στην νοτιοανατολική απόληξη του Βυζαντινού τείχους. Παρουσιάζεται σε ξεχωριστό άρθρο στον Καστρολόγο.
Πάντως αυτό που ο πολύς κόσμος εννοεί όταν αναφέρεται στα «Κάστρα» της Θεσσαλονίκης είναι τα τείχη και οι πύργοι της Άνω Πόλης, συν τα βορεια-βορειοανατολικά τείχη της Κάτω Πόλης, συν το Επταπύργιο.
Το σύνολο των οχυρώσεων της Κάτω Πόλης και της Άνω Πόλης (τα μέρη 1 και 2 της παραπάνω ταξινόμησης) αποτελούν αυτό που ονομάζεται στη βιβλιογραφία «τα Βυζαντινά Τείχη» της Θεσσαλονίκης. Το συνολικό μήκος των Βυζαντινών τειχών με βάση τα προαναφερθέντα ήταν 8.700 μέτρα, από τα οποία σώζονται περίπου 5.000 μέτρα. Ο βαθμός διατήρησης των σωζόμενων τειχών ποικίλλει, αλλά ένα μεγάλο μέρος σώζονται στο αρχικό τους ύψος το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 8,30μ. και 10,50μ..
Αυτά τα μεγέθη, μαζί με την πολυκύμαντη ιστορία τους, καθιστούν τα «Κάστρα Θεσσαλονίκης» το πιο μεγάλο και το πιο αξιόλογο κάστρο στην Ελλάδα.
— Τα Τείχη
Τα τείχη είναι χτισμένα με πέτρες και συνδετικό κονίαμα, αλλά και με επαναλαμβανόμενες σειρές από πλατιές οριζόντιες ζώνες από τούβλα που αυξάνουν τη στερεότητα τους και λειαίνουν τις επιφάνειες (αν και, γενικά, η σκοπιμότητα των ζωνών από τούβλα δεν είναι σαφής στα Βυζαντινά κτίσματα). Σε μερικά τμήματα, εκτός από τις ζώνες με τούβλα υπάρχουν και επαναλαμβανόμενα τυφλά τόξα πλινθόκτιστα, ενώ αλλού ολόκληρη η κατασκευή είναι με τούβλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά διακοσμούνται με σταυρούς, ήλιους, πυροστρόβιλους κά.
Κατά την Τουρκοκρατία, τμήματα των τειχών ανοικοδομήθηκαν με απλούς πλίνθους.
Σε κάποια σημεία σώζονται τμήματα με πρόσθετο εξωτερικό τείχος –ως προτείχισμα– σε απόσταση 4-6 μέτρων παράλληλα με το βασικό τείχος. Το προτείχισμα υπήρχε σε πολύ περισσότερα σημεία από ό,τι φαίνεται σήμερα, δεδομένου ότι το αρχικό Βυζαντινό τείχος ήταν διπλό. Υπήρχε το εσωτερικό κυρίως τείχος, το «ενδότερον» ή «Μέγα Τείχος » και το εξωτερικό «περιτείχιον» ή «προτείχισμα» ή «περίβολον» σε μέση απόσταση 10 μ. από το ενδότερον.
Το τείχος ήταν διπλό μόνο στα πεδινά τμήματα όπου υπήρχε επιπροσθέτως και τάφρος με θαλασσινό νερό.
— Οι Πύργοι
Χαρακτηριστικό στοιχείο των Κάστρων της Θεσσαλονίκης είναι οι πολλοί πύργοι σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους. Σήμερα σώζονται περίπου 55 πύργοι (το νούμερο αυξομειώνεται ανάλογα αν συνυπολογιστούν ή όχι οι μισογκρεμισμένοι πύργοι ή οι απλοί πρόβολοι [δόντια] του τείχους). Σχεδόν όλοι βρίσκονται στα βόρεια τείχη. Οι 25 είναι στο τείχος της ακρόπολης. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι από τη Βυζαντινή περίοδο και έχουν ορθογωνική κάτοψη.
Στα πεδινά τμήματα της ανατολικής και της δυτικής πλευράς δεν υπάρχουν πύργοι, αλλά τα τείχη σχηματίζουν σε πυκνά διαστήματα τριγωνικούς προβόλους. Τριγωνικοί πρόβολοι υπάρχουν και στις εκτεθειμένες πλευρές της ακρόπολης. Κάποιες μελέτες προσμετρούν τις τριγωνικές αυτές διαμορφώσεις στους πύργους (εσφαλμένα κατά τη γνώμη μας).
Ένα χαρακτηριστικό αυτό των προβόλων, ειδικά στο τμήμα των τειχών στην οδό Ειρήνης, είναι ότι στην τοιχοποιία τους έχουν χρησιμοποιηθεί επιμήκεις μαρμάρινες πλάκες που προέρχονται από τα έδρανα του Ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι παλιά εδώ, σε όλο το μήκος της οδού Ειρήνης, υπήρχαν πολλά μαγαζάκια κολλητά στο τείχος. Κατεδαφίστηκαν όλα το 1971!
Κάποιοι από τους πύργους των τειχών της Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι πιο επώνυμοι:
● Πύργος Αναγλύφου (φωτ:24): Πύργος που είναι στον χώρο του φρουρίου Βαρδαρίου, αλλά είναι Βυζαντινός και παλαιότερος από το φρούριο. Το όνομά οφείλεται σε ελληνιστικό ανάγλυφο ενσωματωμένο στον ανατολικό τοίχο του που απεικονίζει δύο μορφές, τη μία καθισμένη σε κλισμό.
Είναι ορθογωνικής διατομής με διαστάσεις 9✖6μ. Χρονολογείται στα 862. Η κατασκευή (ή η επισκευή του) έγινε από τον πρωτοσπαθάριο Μαρίνο με επιστασία του βασιλικού στράτορα Κακίκη. Αυτά τα ξέρουμε επειδή το 1981, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης, βρέθηκε στον πύργο μαρμάρινη επιγραφή με αυτές τις πληροφορίες.
● Πύργος του Ορμίσδα: Βρίσκεται λίγο πάνω από τη μέση της ανατολικής πλευράς, απέναντι από το νεκροταφείο των Προτεσταντών. Είναι ορθογωνικής διατομής, κάπως μακρόστενος και χρονολογείται στον 5ο αιώνα.
Χαρακτηρίζεται από την προαναφερθείσα πλίνθινη επιγραφή (από την οποία ο Ντ. Χριστιανόπουλος εμπνεύσθηκε ένα ποίημα: «Με τείχη απόρθητα οχύρωσε αυτή την πόλη ο Ορμίσδας, έχοντας τα χέρια καθαρά.»/Με συγκινεί αυτή η λεπτομέρεια... κ.λπ.)
Όπως ήδη συζητήθηκε, η πιθανότερη χρονολόγηση της επιγραφής (και συνεπώς του πύργου και της πρωτοβυζαντινής φάσης των τειχών) είναι η δεκαετία του 440 μ.Χ.
● Πύργος του Μανουήλ (φωτ. 14): Κατασκευάστηκε εκ βάθρων από τον Γεώργιο Απόκαυκο κατ’ εντολήν του Δεσπότη Μανουήλ, όπως μας πληροφορεί πλίθινη επιγραφή τεσσάρων σειρών στη βόρεια πλευρά του πύργου:
ΣΘΕΝ(Ε)Ι ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ / ΉΓΕΙΡΕ ΤΟΝΔΕ ΠΥΡΓΟΝ (ΑΥ). (ΣΥΝ) ΤΩ ΤΕΙΧΙΩ / ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΥΞ ΑΠΟΚΑΥΚΟΣ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ/ ΣΘΕΝ(ΕΙ) ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΤΟΥ (ΔΕΣΠΟΤΟΥ).
Ο δούκας Γεώργιος Απόκαυκος που αναφέρεται στην επιγραφή πρέπει να είχε κάποια σχέση με τον Αλέξιο Απόκαυκο που σκοτώθηκε από φυλακισμένους Ζηλωτές στη Θεσσαλονίκη το 1345. Η μόνη πληροφορία που υπάρχει για τον Γεώργιο Απόκαυκο είναι ότι ήταν άρχων της Πόλεως (της Κωνσταντινούπολης) το 1401, επί βασιλείας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Ήταν δηλαδή εξέχων αυλικός του συγκεκριμένου αυτοκράτορα. Ο Μανουήλ την περίοδο 1369-1373 ήταν κυβερνήτης Θεσσαλονίκης (ανέβηκε στον θρόνο το 1391) και μάλλον τότε (αλλά μπορεί και αργότερα) χτίστηκε ο πύργος.
Αυτό αντίκειται σε μια άλλη υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Δεσπότης Μανουήλ της επιγραφής ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός Δούκας, αδερφός του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου. Αυτός ο άλλος Μανουήλ μεταξύ των ετών 1230-1237 ήταν «Αυτοκράτωρ» της Θεσσαλονίκης. Είχε αποσπάσει την πόλη από τον αδερφό του Θεόδωρο χάρη στην υποστήριξη του πεθερού του, του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Άσεν Β’.
Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται πολύ πιθανή πρώτον επειδή αυτός ο Μανουήλ δεν είχε τη δύναμη (οικονομική και πολιτική) για να χτίζει πύργους και κυρίως επειδή η ταπεινής καταγωγής οικογένεια των Απόκαυκων εμφανίστηκε για πρώτη φορά, στο προσκήνιο, τον 14ο αιώνα.
● Πύργος Ανδρόνικου (φωτ. 17,18) Βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία της ακρόπολης, επί της οδού Επταπυργίου, απέναντι από τη Μονή Βλατάδων. Χτίστηκε από τον Μιχαήλ Προσούχ για λογαριασμό του Βυζαντινού στρατηγού Ανδρόνικου Λαπαρδά (έμπιστου του Μανουήλ Α’ Κομνηνού) στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ίσως μεταξύ 1166 και 1176. Ο πύργος είναι στο σημείο συνάντησης του βόρειου τείχους της κάτω πόλης με το δυτικό τείχος της ακρόπολης. Μαζί με τον μεγάλο πύργο του κόμβου λίγο πίσω του σχηματίζουν ένα ισχυρό αμυντικό δίδυμο. Ήταν ένα από τα πιο στρατηγικά σημεία της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης διαχρονικά.
● Πύργος του Κλαυδιανού (φωτ: 13): Ογκώδης πύργος που βρίσκεται στα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης στη συμβολή των οδών Κλαυδιανού, Παναγιάς Φανερωμένης και Αρχαιοτήτων. Πήρε το όνομά του από τη μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του και γράφει: ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ ΤΟΙΣ ΓΟΝΕΥΣ ΤΩ ΖΩΝ ΚΑΤΕ.
Δεν είναι γνωστό ποιος ήταν ο εν λόγω Κλαυδιανός. Στην κατασκευή του πύργου αναγνωρίζονται δύο κατασκευαστικές περίοδοι, μία ρωμαϊκή, των μέσων του 3ου μ.Χ. αιώνα και μία πρωτοβυζαντινή (4ος-5ος μ. Χ.).
Χαρακτηριστικά του πύργου είναι η επένδυση της δυτικής του πλευράς από μαρμάρινες πλάκες, spolia από αρχαίες κατασκευές (πιθανόν και αυτά να προέρχονται από τον Ιππόδρομο). Η νότια πλευρά του (από την εσωτερική πλευρά του τείχους) καταλαμβάνεται από παλιό προσφυγικό σπίτι το οποίο κατοικείται!
● Πύργος Τριγωνίου ή Πύργος της Αλύσεως (φωτ. 4, 19, 25): Είναι μακράν ο πιο εντυπωσιακός πύργος των κάστρων Θεσσαλονίκης και ο μοναδικός με κυκλική διατομή (εκτός από τον Λευκό Πύργο φυσικά). Η διάμετρος στη βάση του είναι 24,85μ. και 23,45μ. στο επάνω μέρος.
Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών. Κατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα από τους Οθωμανούς. Η ονομασία «Πύργος της Αλύσεως» (Zincirli Kule), καθώς και «Ζωσμένος Πύργος» (Kusakli Kule) οφείλεται στην ενσωματωμένη στο τοίχωμα λίθινη διακοσμητική ταινία, που περιβάλλει τον κορμό του πύργου σαν αλυσίδα. Η ονομασία «πύργος Τριγωνίου» δεν είναι πολύ σωστή, καθότι ο πραγματικός πύργος Τριγωνίου ήταν ένας παλιότερος πύργος στην ίδια θέση ή εκεί γύρω, ο οποίος δεν σώζεται και για τον οποίο γνωρίζουμε από το χρονικό του Ιωάννη Αναγνώστου «Διήγησις περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης» ότι ήταν το σημείο από όπου μπήκαν στην πόλη οι εχθροί το 1430.
Στο εσωτερικό του Πύργου της Αλύσεως υπάρχουν οχτώ χώροι: ο χώρος εισόδου, τρία πυροβολεία, τρεις χώροι βοηθητικής χρήσης και ο «χώρος φρουράς».
— Οι Πύλες
Υπήρχαν πολλές πύλες και πυλίδες στα τείχη της Θεσσαλονίκης. Οι πιο σημαντικές:
● Η Πύλη της Ρώμης: Στα ανατολικά, λίγο πιο πάνω από τον Λευκό Πύργο. Λεγόταν έτσι επειδή ήταν από την κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης (της Νέας Ρώμης).
● Η Χρυσή Πύλη ή Πύλη Αξιού: Στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας (Βαρδαρίου). Ήταν η κύρια πύλη.
Ήταν εντυπωσιακή και σωζόταν μέχρι το 1874 όταν κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους.
● Η Ληταία Πύλη: Στο τέλος της οδού Αγίου Δημητρίου προς τα δυτικά.
● Η ψευδο-Χρυσή Πύλη: Στο τέλος της οδού Αγίου Δημητρίου προς τα ανατολικά.
● Η Πύλη της Καλαμαριάς (ή Κασσανδριώτικη πύλη). Στο τέρμα της Εγνατίας προς τα ανατολικά, περίπου στο σημερινό Συντριβάνι.
● Η πόρτα του Γιαλού: Κοντά στη θάλασσα, απάνω από το λιμάνι του Μεγ. Κωνσταντίνου κάπου στα σημερινά Λαδάδικα.
● Πύλη της Άννας Παλαιολογίνας. Κοντά στον πύργο Τριγωνίου στην Άνω Πόλη. Σώζεται, σε αντίθεση με όλες τις παραπάνω. (φωτ.6).
● H παλιά Πύλη (Εσκί Ντελίκ). Στην οδό Παλαμίδου στα Κάστρα. Σώζεται (βλ. φωτογραφία παραπλεύρως)
Εκτός από τις παραπάνω πύλες υπήρχαν και αρκετές μικρότερες πύλες, γνωστές με την ονομασία παραπύλια ή παραπόρτια, με πλάτος μεταξύ 1,5-2,8 μ. Στο επιθαλάσσιο τείχος δεν υπήρχε καμία πύλη πέρα από την πύλη Γιαλού, που ήταν μέσα στο λιμάνι.
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Μάρτιος 2012 | Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών: | Σεπτέμβριος 2022 | Τελευταία προσθήκη οπτικού υλικού | Σεπτέμβριος 2022 |
Τα δικά σας σχόλια:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
- |
Είσοδος: |
Τα τείχη και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης είναι ορατά και προσβάσιμα σε όλη την πόλη και ιδιαίτερα στην Άνω Πόλη. Μόνο στο Επταπύργιο και στον Λευκό Πύργο η είσοδος είναι ελεγχόμενη. |
Γειτονικά Κάστρα |
---|
Πύργος Αγίου Βασιλείου |
Επταπύργιο |
Λευκός Πύργος |
Φρούριο Αετού |
Κάστρο Νέας Σάντας |
Φρούριο Βαρδαρίου |
Πύργος Βασιλικών Θεσσαλονίκης |
Καστρί Χορτιάτη |