Καστρολογοσ

Κάστρα της Ελλάδας
 

Κότσινας, Δήμος Λήμνου, Νομός Λέσβου,Βόρειο Αιγαίο

Κάστρο Κότζινου

ή Κάστρο Κότσινα  
★ ★ ★ ★ ★
 <  742 / 1119  > 
  • Φωτογραφιες
  • Δορυφορικη
  •   Χαρτης  
  •  Κατοψη 


Τοποθεσία:
Στο χωριό Κότσινας, στον μυχό του κόλπου Μπουρνιάς στη Λήμνο
Περιφέρεια > Νομός: Greek Map
Βόρειο Αιγαίο
Ν.Λέσβου
Δήμος > Πόλη ή Χωριό:
Δ.Λήμνου
• Κότσινας
Υψόμετρο:
Υψόμετρο ≈ 20 m 
Χρόνος Κατασκευής  Προέλευση
13ος αιών  
ΦΡΑΓΚΙΚΟ
H 
Τύπος Κάστρου  Κατάσταση
Ερείπια Κάστρου  
Δυσδιακριτο
 
 
 
 
 
 
 

Ελάχιστα ίχνη από παράκτιο κάστρο στο μικρό χωριό Κότσινας της βόρειας Λήμνου. Το κάστρο βρισκόταν στην ακτή επάνω σε τεχνητό γήλοφο όπου σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής και το άγαλμα της Μαρούλας (η ιστορία της οποίας συνδέεται με το κάστρο, βλ. παρακάτω).
Είναι το μοναδικό κάστρο της Ελλάδας που έχει κτιστεί σε τεχνητό λόφο.


Το Όνομα του Κάστρου

Η πόλη αναφέρεται από τις ιστορικές πηγές συνήθως ως «Κότζινος» και γι’ αυτό προτιμούμε την ονομασία Κάστρο Κότζινου, παρόλο που η σύγχρονη ονομασία του οικισμού είναι Κότσινας.
Το όνομα Κότζινος φαίνεται πως είναι αντιδάνειο από τους Ενετούς που έτσι μετέφρασαν το αρχικό ελληνικό όνομα «Κόκκινος».


Ιστορία

Το όνομα Κότζινος ή Κότζινας ή Κόκκινος αναφέρεται για πρώτη φορά σαν τοποθεσία Ενετικού Εμπορείου το έτος 1136, ενώ σαν κάστρο στα μέσα του 14ου αιώνα.

Ο Κότζινος υπήρξε η πιο σημαντική πόλη και εμπορικό λιμάνι της Λήμνου μετά το Παλαιόκαστρο (Μύρινα). Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού κοντά στην αρχαία πόλη Ηφαιστία (την πρώτη χρονικά πόλη της Λήμνου κατά τον Όμηρο), η οποία ήταν 5 χλμ προς τα βορειοανατολικά, στην είσοδο του κόλπου.
Η σταδιακή αχρήστευση του λιμανιού της Ηφαιστίας κατά την Υστερορρωμαϊκή Περίοδο, λόγω προσχώσεων, δημιούργησε την ανάγκη ενός λιμανιού στον Κότζινο, ο οποίος εξελίχθηκε σε σπουδαία πόλη κατά τη Βυζαντινή Περίοδο και ειδικά μετά τον 12ο αιώνα, όταν έγινε λιμάνι των Ενετών.

Ο Κότζινος εμφανίζεται στις πηγές για πρώτη φορά το 1136, σε έγγραφο με το οποίο ο αρχιεπίσκοπος Λήμνου Μιχαήλ παραχωρεί τον μικρό ναό του Αγίου Βλασίου στους Ενετούς που είναι εγκατεστημένοι εκεί ικανοποιώντας σχετικό αίτημά τους. Η παράκληση Ενετών να αποκτήσουν ναό στον Κότζινο σημαίνει πως υπήρχε ήδη εκεί μια μικρή παροικία Ενετών με εμπορική δραστηριότητα, στο πλαίσιο των διευρυμένων εμπορικών προνομίων που αναγκάστηκε να παραχωρήσει ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός στη Βενετία το 1126.

Η ύπαρξη κάστρου στον Κότζινο μαρτυρείται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου το 1355, σχετικά με τις ιδιοκτησίες της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους στη Λήμνο, στο οποίο αναφέρεται ότι ο καστροφύλακας στον Κότζινο ήταν κάποιος Τζύμαλος του Βασιλείου.

Το κάστρο λοιπόν υπήρχε στα μέσα του 14ου αιώνα, αλλά είναι πολύ πιθανό να κατασκευάστηκε πιο πριν, τον 13ο αιώνα, και συγκεκριμένα την περίοδο 1207 έως 1278, όταν η Λήμνος ήταν ενετικό δουκάτο (της οικογενείας Ναβιγκαγιόζο – Navigajoso) υπαγόμενο στον Λατίνο Αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1403, μετά την επιστροφή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου από την ευρωπαϊκή του περιοδεία, ο ανιψιός και αναπληρωτής του Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος αναγκάστηκε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να έρθει στη Λήμνο, από όπου αποχώρησε μέσα σε λίγους μήνες για να γίνει –με το έτσι θέλω– δεσπότης στη Θεσσαλονίκη, αλλά φαίνεται πως η Λήμνος παρέμεινε ιδιοκτησία του. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ζ’ το 1408, ο Κότζινος και η Λήμνος πέρασε στη χήρα του Ευγενία, κόρη του Γενοβέζου ηγεμόνα της Λέσβου Φραγκίσκου Β’ Γατελούζου (Gattiliusi). Μετά τον θάνατο της Ευγενίας το 1440, οι Γατελούζοι διεκδίκησαν τη Λήμνο και πήραν τον Κότζινο ενώ μετά την άλωση καταπάτησαν ολόκληρο το νησί και το κατείχαν για λίγο κατά το διάστημα 1453-1455.

Σύμφωνα με τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, το 1442 πέρασε από τον Κότζινο, προερχόμενος από τον Μοριά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας) κατευθυνόμενος στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον είχε καλέσει ο αδερφός του και αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης απειλής των Οθωμανών.
Εκεί, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε επίθεση ενός τουρκικού στόλου υπό τον Αχμέτ, που τον πολιόρκησε στον Κότζινο επί 27 μέρες. Παρά τη χρήση κανονιών από τους Τούρκους, το κάστρο άντεξε και τελικά ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να διαφύγει και να φτάσει στη Βασιλεύουσα. Όμως, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, η δεύτερη σύζυγος του Κωνσταντίνου, η Αικατερίνη Γατελούζου, απέβαλε και πέθανε στον Κότζινο.

Το 1455, οι κάτοικοι της Λήμνου αγανακτισμένοι με τον κυβερνήτη του νησιού Νικόλαο Γατελούζο, αδερφό του ηγεμόνα της Λέσβου, τον έδιωξαν με τη βοήθεια των Τούρκων που για λίγο κατέλαβαν το νησί. Όμως την επόμενη χρονιά ένας παπικός στόλος υπό τον καρδινάλιο Ludovico Trevisan απελευθέρωσε μερικά νησιά το Βόρειο Αιγαίο και μεταξύ αυτών τη Λήμνο. Μετά την αποχώρηση των παπικών, στα κάστρα της Λήμνου εγκαταστάθηκαν φρουρές των Ενετών, οι οποίες εκδιώχθηκαν κακήν κακώς το 1460, μετά από εξέγερση των ντόπιων που ξεκίνησε από τον Κότζινο. Την ίδια χρονιά θα αναλάβει τη Λήμνο ο Δημήτριος Παλαιολόγος, έκπτωτος Δεσπότης του Μυστρά, στον οποίο δόθηκε από τους Τούρκους η Λήμνος και κάποιες παλιές κτήσεις των Γενοβέζων (Ίμβρος, Θάσος, Σαμοθράκη) ως ανταμοιβή για την άμεση παράδοση του Μυστρά στον Μωάμεθ Β’. (Σε λίγα χρόνια ο Δημήτριος θα πέσει σε δυσμένεια και θα πεθάνει πάμφτωχος στην Αδριανούπολη το 1470, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.)

Το 1466 οι Ενετοί επέστρεψαν: Στο αποκορύφωμα του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου, ένας ενετικός στόλος υπό τον Vettore Cappello (Capitano generale da mar) κατέλαβε τα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Θάσο, Ίμβρο.
Το 1470 ο Τούρκος ναύαρχος Μαχμούτ πασάς επιτέθηκε τον Κότζινο και τότε καταστράφηκε η εκτός των τειχών πόλη, όμως απέτυχε να καταλάβει τα κάστρα του νησιού (Κότζινο και Μύρινα) και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη Λήμνο.
Το 1478 ο Κότζινος έγινε στόχος μιας ακόμα ανεπιτυχούς πολιορκίας των Οθωμανών υπό τον Σουλεϊμάν πασά. Το κάστρο υπερασπίστηκε με επιτυχία ο Antonio Loredano, ενώ σε αυτή τη μάχη δημιουργήθηκε ο θρύλος της Μαρούλας.

Τελικά, η Λήμνος παραδόθηκε από τους Ενετούς στους Τούρκους το 1479 στο τέλος του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1655 οι Ενετοί, κατά τον 5ο Ενετοτουρκικό πόλεμο, επανήλθαν για λίγο και πήραν το κάστρο του Κότζινου από τους Τούρκους. Αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν οριστικά το 1657 και τότε κατέστρεψαν ολοσχερώς το κάστρο του Κότζινου, το οποίο πάντως φαίνεται πως ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο.

Ήδη από τον 16ο αιώνα το κάστρο του Κότζινου αναφέρεται από τον περιηγητή André Thevet ως ακατοίκητο. Ο Κότζινος αναφέρεται και από τον Belon το 1546 που το περιγράφει ως μεγάλο χωριό με κατεστραμμένο κάστρο.
Το 1858 αναφέρεται από επισκέπτες σαν αγκυροβόλιο με λίγα μαγαζιά και καθόλου σπίτια. Μνημονεύονται η εκκλησία της Παναγίας και το υπόγειο «αγίασμα» μέσα στον χώρο του κάστρου.
Αρχικά η εκκλησία ήταν της Παναγίας και ήταν κατασκευή του 15ου αιώνα μάλλον, προφανώς στη θέση παλιότερης εκκλησίας ή πύργου του κάστρου. Σήμερα η εκκλησία είναι αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή, στο υπόγειο της οποίας, μετά από 64 σκαλοπάτια, υπάρχει αγίασμα, εκεί όπου ήταν η παλιά πηγή του κάστρου του Κότζινου.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Αν κρίνουμε από την πολυκύμαντη ιστορία του, το κάστρο του Κότζινου υπήρξε ένα ισχυρό και σημαντικό κάστρο.

Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Διακρίνονται μόνο μέρη του βορινού θαλάσσιου τείχους που δεν είναι ορατά από την στεριά. Σώζονται επίσης στη ΒΔ πλευρά κατάλοιπα από κτίριο, η χρήση του οποίου δεν είναι σαφής (δεν φαίνεται να ήταν πύργος ούτε εκκλησία).

Επειδή δεν υπήρχαν υψηλά σημεία για να κτιστεί κάστρο που να προστατεύει το λιμάνι του Κότζινου, οι κατασκευαστές του μετέφεραν πέτρες και χώματα και δημιούργησαν τεχνητό ύψωμα 20 μέτρων.
Επάνω σε αυτόν τον τεχνητό λόφο χτίστηκε κάστρο, με έκταση 4 στρεμμάτων περίπου και με ύψος τειχών που έφτανε τα 6 μέτρα.
Η ύπαρξη υπόγειας πηγής με γλυκό νερό, η οποία υπάρχει ακόμα κάτω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, υπήρξε σίγουρα καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του σημείου.
Το σημείο που είναι η πηγή είναι ένας τετράγωνος χώρος πλευρών μήκους 2,30μ. με κωδωνόσχημη οροφή, απροσδιόριστης χρονολογίας κατασκευής. Εικάζεται ότι ο χώρος αυτός ίσως ήταν πύργος του αρχικού κάστρου, ενώ δεν αποκλείεται να προϋπήρχε και του κάστρου (τέτοια μέρη, προσβάσιμα με νερό, ήταν υπερπολύτιμα στα νησιά).

Το κάστρο περιέβαλλε τάφρος, στις 3 πλευρές εκτός από τη βόρεια προς τη θάλασσα. Η τάφρος πρέπει να είχε κινητή γέφυρα και συγκοινωνούσε με τη θάλασσα. Από τη βορεινή πλευρά τα τείχη ήταν θεμελιωμένα μέσα στο νερό.

Στο αρχαιολογικό μουσείο της Λήμνου φυλάσσεται ένα εύρημα από τον Κότζινο: Πρόκειται για κομμάτι από μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος (φωτ.14), ενσωματωμένο πιθανότατα είτε στο τείχος είτε σε κάποιο κτίριο, στο οποίο είναι χαραγμένο μέσα σε κύκλο μονόγραμμα των Παλαιολόγων. Ο κύκλος πλαισιώνεται κιονηδόν από επιγραφή με το όνομα Δημήτρ(ι)ος.
Πρόκειται πιθανότατα για οικόσημο του Δημητρίου Παλαιολόγου, πέμπτου γιου του Μανουήλ Β’, Δεσπότη του Μοριά (1449-1460) και άρχοντα της Λήμνου από το 1460.

Στο άρθρο του αρχαιολόγου Χαράλαμπου Πέννα από το αρχαιολογικό δελτίο του 1982 αναφέρεται ότι στη βορινή πλευρά σώζεται τείχος μήκους 200μ. με ύψος που φτάνει τα 5 μέτρα (βλ. φωτ.12 και κάτοψη) κατασκευασμένη με ψευδοϊσοδομικό σύστημα, με γωνιασμένους σχιστόλιθους και πώρινους ή γρανιτένιους λίθους. Κατά διαστήματα υπάρχουν τετράπλευροι πύργοι.


Θρύλοι και Παραδόσεις

Οι θρύλοι που σχετίζονται με το Κάστρο του Κότσινα είναι πολλοί. Ο πιο γνωστός είναι ο θρύλος της Μαρούλας, της νέας που πρωτοστάτησε στη μάχη του Κότσινα το 1478, και της οποίας το άγαλμα υπάρχει στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην πολιορκία του 1478 λοιπόν, η Μαρούλα λέγεται πως άρπαξε το σπαθί του πατέρας μόλις αυτός σκοτώθηκε και ρίχτηκε στη μάχη, εμψυχώνοντας τους συμπολεμιστές της και τρέποντας τους Τούρκους σε φυγή!


Το Κάστρο στην Τέχνη και στο Λόγο

Το απόσπασμα από τον βυζαντινό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Στ’) που αναφέρεται στο κάστρο και στην παρουσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (πριν γίνει αυτοκράτορας) σε αυτό:

ξυνέβη δὲ οὐ πολλῷ ὕστερον τὸν μέντοι Κωνσταντῖνον τοῦ βασιλέως ἀδελφὸν ἐπὶ Πελοπόννησον ἀφικόμενον παρακαλεῖν τὸν ἀδελφὸν ἐπὶ τὴν τῆς βασιλείας διαδοχήν, καὶ ἀπεσπασμένον ὡρμῆσθαι μὲν αὐτὸν ἐπὶ Βυζάντιον πλέοντα, γενόμενον δὲ ἐν Λήμνῳ, ὡς ἔγημε τοῦ Λέσβου ἡγεμόνος θυγατέρα, ἐπιπλεῦσαί τε αὐτῷ τοῦ βασιλέως στόλῳ Ἀχμάτην, καὶ πολιορκῆσαι αὐτὸν ἐν Κοτζίνῳ τῆς Λήμνου πόλει σὺν τοῖς ἀμφ' αὐτόν. τὸν δὲ Ἀχμάτην ἀποβάντα ἐς τὴν νῆσον καὶ ἐπιδραμόντα πολιορκεῖν τὸν βασιλέως ἀδελφὸν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ καὶ εἴκοσι, καὶ καταβαλόντα τὸ τεῖχος τηλεβόλοις, οὐκ ἠδυνήθη βιάσασθαι, ὥστε εἰσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν. μετὰ δέ, ὡς οὐκ ἠδύνατο ἐξελεῖν, ἀπέπλει ἐπ' οἴκου.

Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο:    Φεβρουάριος 2023

Πηγές

  • ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ, τεύχος 18/Β2, 1963, σελ.265
  • ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ, τεύχος 37/Β2. 1982, σελ.362-365, παρουσίαση Χαράλαμπος Πέννας (από όπου το σχέδιο κάτοψης και η φωτο 12)
  • Πληροφορίες και φωτογραφίες (1-9, Αύγουστος 2022) Δημήτρης Οκκαλίδης
  • Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, «ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Στ’»



Τα δικά σας σχόλια:

Δεν υπάρχουν σχόλια


Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:

Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.

Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.