Κάστρο, Δήμος Θάσου, Νομός Καβάλας,Αν. Μακεδονία & Θράκη
Κάστρο Κάστρου Θάσου
Τοποθεσία: |
Στην άκρη του χωριού Κάστρο, στο κέντρο της Θάσου |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Αν. Μακεδονία & Θράκη Ν.Καβάλας | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Θάσου • Κάστρο | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 490 m |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
μέσα 13ου αι. | ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Ερείπια Κάστρου |
Μαλλον Κακη
|
Υπολείμματα μεσαιωνικού κάστρου επάνω σε έναν βράχο στη νότια πλευρά του χωριού Κάστρο στο κέντρο της Θάσου.
Στο κέντρο του χωριού –έξω από το κάστρο– βρίσκεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου, στην τοιχοποιία του οποίου έχουν διασωθεί μαρμάρινες επιγραφές σχετικές με το κάστρο που δίνουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες (περισσότερα στη συνέχεια).
Η χρήση αυτών των επιγραφών στην εκκλησία είναι μια ένδειξη ότι, κατά το παρελθόν, οικοδομικό υλικό από το κάστρο χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση για τα κτίσματα στο χωριό. Γενικά, αυτή η πρακτική σκύλευσης ήταν πολύ συνηθισμένη στα ελληνικά κάστρα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως αυτή, όπου το κάστρο είναι στο ίδιο υψόμετρο και πολύ κοντά με το χωριό.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το χωριό Κάστρο βρίσκεται στο κέντρο του νησιού και ανήκει στην Δημοτική Κοινότητα Λιμεναρίων.
Το Κάστρο είναι πρώην μεσαιωνικός οικισμός και μάλιστα από τους παλαιότερους του νησιού, αποτελούμενος από πετρόχτιστες οικίες. Το κάστρο του Κάστρου βρίσκεται στην νότια απόληξη του χωριού σε ένα βράχο, η θέση και η διαμόρφωση του οποίου είναι φυσικά οχυρή παρόλο που δεν έχει σημαντική υψομετρική διαφορά από το υπόλοιπο χωριό.
Το χωριό Κάστρο βρίσκεται σε υψόμετρο 490 μέτρων και ανήκει στον ορεινό όγκο του Υψαρίου απέχοντας αρκετά από τη θάλασσα, πάνω από 7 χιλιόμετρα. Η θέση του σε συνδυασμό με την οχύρωση του κάστρου εξασφάλιζε σχετική προστασία στους κατοίκους από τις πειρατικές επιδρομές.
Επίσης το Κάστρο ήταν ορατό από την θάλασσα μόνο από ένα μικρό τμήμα στα νοτιοδυτικά. Από τις υπόλοιπες μεριές δεν υπήρχε οπτική επαφή με την θάλασσα κάτι που χάριζε επιπλέον φυσική κάλυψη από εισβολείς.
Το Όνομα του Κάστρου
Το χωριό Κάστρο πήρε προφανώς το όνομά του από το συγκεκριμένο κάστρο. Αρχικά, η ονομασία του χωριού ήταν «Νεόκαστρο». Κατά την Τουρκοκρατία το Κάστρο αναφέρεται ως Γενί Χισάρ (που σημαίνει Νέο Κάστρο). Αργότερα με τα χρόνια άρχισε να αναφέρεται σκέτο Κάστρο και αυτή είναι η ονομασία που επικράτησε οριστικά.
Ιστορία
Το κάστρο είναι υστεροβυζαντινό.
Η ιστορία του αρχίζει κάπου στα μέσα του 13ου αιώνα (πριν το 1287) και σταματά στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν εγκαταλείφθηκε.
Για την υστεροβυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία, βρίσκουμε αρκετές αναφορές στις ιστορικές πηγές που αφορούν το Κάστρο και γενικότερα το νησί της Θάσου. Επίσης, τρεις μαρμάρινες επιγραφές στην τοιχοποιία του ναού του Αγίου Αθανασίου στο κέντρο του χωριού, δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το Κάστρο για την περίοδο των αρχών του 15ου αιώνα.
Οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού του Κάστρου προήλθαν από το σημερινό χωριό Καλύβια ή Μέση. Την εποχή των Σταυροφοριών, η Μέση και άλλοι παράλιοι οικισμοί της Θάσου υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Η ανασφάλεια που επικρατούσε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 σε συνδυασμό με τις πειρατικές επιδρομές οδήγησε στην εγκατάλειψη των παράλιων χωριών και την επανίδρυσή τους στο εσωτερικό. Τότε οι κάτοικοι της Μέσης, μετά το 1204, ανέβηκαν στα ορεινά για να προφυλαχθούν και ένα χιλιόμετρο νότια του σημερινού Κάστρου ίδρυσαν οικισμό που η προφορική παράδοση τον διασώζει με το όνομα Άγιος Ευστράτιος. Απομεινάρι αυτού του οικισμού είναι η ομώνυμη εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου. Λίγα χρόνια αργότερα οι γύρω οικισμοί μαζί με τους κατοίκους του Αγίου Ευστρατίου συμπτύχθηκαν για λόγους ασφαλείας στην πιο οχυρή θέση στον χώρο του σημερινού Κάστρου.
Η παλαιότερη αναφορά για τον οικισμό του Κάστρου γίνεται σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου το 1287 που επικυρώνει τα δικαιώματα της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους σε μετόχια στον Θεολόγο και στο περί ού ο λόγος Νεόκαστρο: «έτερος ναός εντός του Νεοκάστρου επ΄ ονόματι του αρχιστρατήγου των άνω δυνάμεων Μιχαήλ, έχων οικήματα περί αυτόν διάφορα, συν τη ετησίως εκείσε τελουμένη δημοτελεί πανηγύρει κατά την ογδόην νοεμβρίου».
Συνεπώς, ήδη από το 1287 είχε δημιουργηθεί οχυρωμένος οικισμός στο Κάστρο. Αυτό το νέο κάστρο χτίστηκε κάποια χρονική στιγμή πριν το 1287, μέσα στον 13ο αιώνα, και ονομάστηκε Νεόκαστρο, σε αντίθεση με το Παλιόκαστρο Καλυβίων που υπήρχε πάνω από τον οικισμό των Καλυβίων (Μέσης).
Το έτος 1307 γνωρίζουμε ότι η Θάσος, που τότε ήταν άντρο πειρατών, καταλήφθηκε προσωρινά από τον Γεννουάτη Τεδίσιο Ζαχαρία (Tedisio Zaccaria, ανιψιό του ηγεμόνα της Χίου) αλλά το 1313 ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς. Το 1350 η Θάσος λεηλατήθηκε από Τούρκους πειρατές του εμιράτου του Αϊδινίου.
Την περίοδο 1357-1384 το νησί είχε παραχωρηθεί με χρυσόβουλο σε δύο αδέρφια (που ίσως ήταν συγγενείς του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου): στους Αλέξιο (μέγας στρατοπεδάρχης) και Ιωάννη (μέγας πριμηκήριος), οι οποίοι είχαν ανακαταλάβει από τους Σέρβους για το Βυζάντιο τα παράλια της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Χριστούπολη (Καβάλα) μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα.
Το 1357, έχουμε μια ακόμα συγκεκριμένη αναφορά για το Κάστρο, όταν οι άρχοντες Αλέξιος και Ιωάννης σε επιστολή προς τη Μονή Μεγίστης Λαύρας που σώζεται στο αρχείο της (Actes de Lavra II, 1975, σσ. 67-72), καθησυχάζουν τους μοναχούς ότι τα τρία μετόχια της Μονής στην Θάσο, δηλαδή του Αγίου Αθανασίου στο Νεόκαστρο, του Αρχιστράτηγου στα Κίναρα και της Παναγίας στην Ποταμιά θα παραμείνουν απαραβίαστα: «...περί που το Νεόκαστρον λεγόμενον μετόχιον εις όνομα τιμώμενον του οσίου και θεοφόρου ημών τιμώμενου Αθανασίου...».
Από αυτήν την πληροφορία συμπεραίνουμε ότι ο ναός του Αγίου Αθανασίου το κέντρο του σημερινού οικισμού μπορεί να υπήρχε από τότε.
Μετά τον θάνατο του μεγάλου Πριμηκήρη Ιωάννη το 1384, η Θάσος πρέπει να πέρασε για λίγο υπό τον έλεγχο των Οθωμανών, αλλά το 1403 με τη συνθήκη της Καλλίπολης ξαναπέρασε και πάλι στους Βυζαντινούς (μαζί με Θεσσαλονίκη, Άθω, Σποράδες κ.λπ.)
Περί το 1414 οι Γενουάτες ηγεμόνες της Λέσβου, οι Γατελούζοι (Gattilusi) προσάρτησαν για λίγο τη Θάσο, αλλά ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος κατέπλευσε (καθ’ οδόν προς Θεσσαλονίκη) με ένα μικρό στόλο από 4 γαλέρες στη Θάσο όπου έμεινε για 2 μήνες και αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία.
Το 1434 η Θάσος ήταν ένα από τα λίγα εδάφη που κατείχε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εκτός από την Κωνσταντινούπολη. Τη χρονιά εκείνη, καθώς οι Βυζαντινοί ήταν πολύ αδύναμοι πλέον, ο ηγεμόνας της Λέσβου Ντορίνο Γατελούζος κατέλαβε τη Θάσο (μαλλον με την έγκριση του Βυζαντινού αυτοκράτορα). Το 1455, δύο χρόνια μετά την Άλωση, οι Οθωμανοί ανάγκασαν τους Γατελούζους να τους δώσουν τη Θάσο.
Το 1456 ένας παπικός στόλος με διοικητή τον καρδινάλιο Ludovico Trevisan κατέφτασε στο Βόρειο Αιγαίο για να βοηθήσει –υποτίθεται– τους Γατελούζους. Κατέλαβε προσωρινά τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη και Λήμνο, που έγιναν για λίγο παπικές κτήσεις. Ο παπικός στόλος απεχώρησε σε ένα χρόνο και πρέπει να μεσολάβησε μια σύντομη ενετική περίοδος στη Θάσο. Οι Τούρκοι επανήλθαν το 1460 και ανάγκασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1460 η Θάσος υπήρξε για λίγα χρόνια φέουδο του τέως δεσπότη Μορέως Δημητρίου Παλαιολόγου ως ανταμοιβή για την παράδοση του Μυστρά στον Μωάμεθ τον Πορθητή. Αλλά ο Δημήτριος σύντομα έπεσε σε δυσμένεια και έχασε τη Θάσο και τις άλλες κτήσεις.
Όταν επισκέφθηκε την Θάσο ο Κυριάκος της Αγκόνας στα 1444-45 αναφέρει ως οικισμούς: το Κάστρο ως Neokastrum (και ότι είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο), τον Λιμένα, την Καλλιράχη (Calliarachium), την Παναγία (Anastasium), την Ποταμιά (Potamium) και τα Κοινυρα (Chinarium).
Κατά τον Α’ Ενετοτουρκικό πόλεμο, ο ενετικός στόλος υπό τον Vettore Cappello (Capitano generale da mar) κατέλαβε τη Λήμνο, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και την Ίμβρο. Μετά τη λήξη του πολέμου εκείνου, οι Τούρκοι εκτόπισαν ξανά το 1479 στην Κωνσταντινούπολη όσους κατοίκους είχαν μείνει στο νησί μετά τον εξανδραποδισμό του 1460. Το νησί σχεδόν ερήμωσε τότε, αλλά επανέκαμψε. Από τους οικισμούς που είδε ο Κυριάκος της Αγκόνας ξανακατοικήθηκαν οι οχυρωμένοι οικισμοί: Λιμάνχισάρ, Κακηράχη και Γενίχισάρ (Νεόκαστρο) ενώ φαίνεται πως εγκαταλείφθηκαν οι ανοχύρωτοι Anastasium, Ποταμιά (Potamium) και Κοίνυρα (Chinarium) κ.ά.
Ο Τούρκος ναύαρχος Piri Reis στους χάρτες του (1513) σημειώνει για τη Θάσο ότι υπάρχουν τρία καλοδιατηρημένα κάστρα: Το Λιμάνχισαρ (που είναι το κάστρο στον Λιμένα), το Γενί Χισάρ δηλαδή το Κάστρο αυτής της σελίδας για το οποίο αναφέρει ότι βρίσκεται χτισμένο στο βουνό στο κέντρο του νησιού και το τρίτο λέγεται Καγκιρί, κτισμένο πάνω σε μυτερό βράχο και είναι προφανώς το κάστρο της Καλλιράχης (και μεσαιωνικής Κακηράχης).
Ο περιηγητής του 16ου αιώνα Francesco Piacenza, αναφέρει τα τρία γνωστά κάστρα: τον Λιμένα, το Κάστρο και την Κακηράχη που είχαν πολλούς κατοίκους.
Ο Boschini που επισκέφθηκε το νησί πριν το 1658 αναφέρει τις γνωστές πληροφορίες για πλούσιο νησί με τρεις οχυρωμένες πόλεις.
Το 1707 ο πύργος που υπήρχε στο κάστρο αποτελούσε σωρό ερειπίων και σωζόταν μόνο η κιστέρνα. Αυτό αναφέρει ο ιερέας Branconnier που επισκέφθηκε το κάστρο την χρόνια αυτή.
Ο Αυστριακός Prokes Fon Esten, μετά από επίσκεψη τον Αύγουστο του 1828, έγραψε ότι το χωριό ήταν κτισμένο σε έναν «παράξενο βραχώδη κύβο κατά τις τρεις πλευρές του κάθετα πελεκημένο».
Στις αρχές του 19ου αιώνα, το εσωτερικό του κάστρου μετατράπηκε σε νεκροταφείο με κοιμητηριακή εκκλησία τον Προφήτη Ηλία.
Το Κάστρο παρόλο που ευημερούσε για πολλούς αιώνες δέχτηκε αρκετές πειρατικές επιδρομές. Η τελευταία ήταν το 1882 από τσούρμο πειρατών που λεηλατούσε το χωριό για μέρες.
Από το 1903 και μετά το χωριό άρχισε να ερημώνει, αφού οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τον οικισμό και προτίμησαν τα παράλια (Λιμενάρια, Καλύβια) για να εργαστούν στα ορυχεία/ της γερμανικής εταιρίας Spiegel. Το 1912 το νησί απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο. Μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα, ο οικισμός ερήμωσε εντελώς, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αντίστροφη τάση (77 κάτοικοι στην τελευταία απογραφή).
Επιγραφές
Σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του κάστρου αντλούμε από τρεις επιγραφές που βρέθηκαν εντοιχισμένες στον νότιο τοίχο του ναού του Αγίου Αθανασίου στο κέντρο του οικισμού, οι οποίες προφανέστατα αφαιρέθηκαν από τον οχυρωματικό περίβολο και τοποθετήθηκαν στον ναό που χτίστηκε (ανακαινίστηκε) το έτος 1804, όταν δόθηκε άδεια από τους Τούρκους για ανακαίνιση. Ο αρχικός ναός πρέπει να χτίστηκε πολύ πριν, πιθανόν και πριν το 1287, αφού αναφέρεται μετόχι Αγίου Αθανασίου στο Νεόκαστρο. Γενικότερα ο ναός φαίνεται ότι έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις.
1η επιγραφήΑνηκοδομήθι
το κάστρο ,sϡlα (1403)
και ανηγέρθη ο πύ-
ργος εκ βάθρων
δια συνδρομής ’ Κωνστα(ν)τίν(ου) κ(αι) Ιω(άννου)
Των Κωνσταν(τινοπουλιτών).
Οι δύο Κωνσταντινοπουλίτες άνδρες Ιωάννης και Κωνσταντίνος που αναφέρει η επιγραφή ότι έκτισαν το κάστρο to 1403, πιθανόν να ήταν ευγενείς που έστειλε ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος στο νησί στο πλαίσιο της ενίσχυσης περιοχών που επιστράφηκαν την εποχή αυτή στους Βυζαντινούς, με τη συνθήκη της Καλλίπολης.
2η επιγραφήΗ δεύτερη επιγραφή είναι εντοιχισμένη στη δεξιά πλευρά της εισόδου του ναού του Αγίου Αθανασίου. Εικονίζεται ανάγλυφος σταυρός που κρατιέται από δύο χέρια και στις τέσσερις ελεύθερες εσωτερικές γωνίες αναγράφει: ΙC, XC, N, K, δηλαδή Ιησούς Χριστός Νικά. Στο κάτω μέρος υπάρχει επιγραφή:
Έτους sϡκβ' (ι)ν(δικτιών)ο(ς) θ' Μαΐω κδ'.
Δηλαδή 24 Μαΐου 1414 ή 1416 σύμφωνα με την ινδικτιώνα, η οποία πιθανόν έχει αναγραφεί λάθος.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι το έτος 1414 ο Μανουήλ Παλαιολόγος επεμβαίνει στο νησί που το είχαν καταπατήσει οι Γατελούζοι. Επίσης, το 1416 την Θάσο έφθασαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, η επιγραφή αυτή πιθανόν να σχετίζεται με κάποιο από αυτά τα γεγονότα.
Η τρίτη επιγραφή είναι δίγλωσση, στα Λατινικά και στα Ελληνικά και είναι τοποθετημένη ανάποδα στον τοίχο. Στο μέσο έχει το οικόσημο των Gattiluzi, το οποίον φέρει ως στέμμα τέσσερα "Β". Δεξιά και αριστερά εικονίζονται δύο οικόσημα των Grimaldi. Στο πάνω μέρος υπάρχει η εξής λατινική επιγραφή:
In Christi no(m)i(n)e factun est MCCCCCXXIIII (1534) die p(rima) ap(ri)llis (μτφρ: Στο όνομα του Χριστού έγινε την πρώτη ημέρα του Απριλίου το 1534)
Και στα άκρα από κάτω δύο επιγραφές στα ελληνικά:
Έτους sϡlβ' (1434) Μπέρτο Γριμαλτάο
Στην επιγραφή υπάρχουν δύο χρονολογήσεις: Η λατινική MCCCCCXXIIII (1534) και η ελληνική sϡlβ' (1434). Θεωρούμε ως σωστή την ελληνική χρονολόγηση δηλαδή το έτος 1434, διότι το 1534 η Θάσος βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Ο Μπέρτο Γριμαλτάο που αναφέρει η επιγραφή είναι ο Oberto Grimaldi που υπήρξε γνωστός καπετάνιος στην υπηρεσία του ηγεμόνα της Λέσβου Dorino Gattilusi. Η επιγραφή αυτή πρέπει να ήταν σε κάποιο κτίσμα που προστέθηκε τότε στο κάστρο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το κάστρο κάλυπτε μια έκταση 3 στρεμμάτων περίπου, που την προστάτευε οχυρωματικός περίβολος με περίμετρο 215 μέτρα.
Από τη μεσαιωνική οχύρωση σήμερα σώζονται λιγοστά ερείπια από το περιμετρικό τείχος και μία καμαροσκέπαστη δεξαμενή νερού (κιστέρνα) που αρχικά αποτελούσε τη βάση ενός ορθογωνίου πύργου στο εσωτερικό του.
Εντός του περιβόλου υπάρχει η εκκλησία του Προφήτη Ηλία (με ημερομηνία 1862) και εξωτερικά, πλάι στο δυτικό τείχος, το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου. Επίσης υπάρχουν τα λείψανα ενός πύργου στο δυτικό τείχος.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο χώρος του φρουρίου υπέστη σημαντική αλλοίωση με τα χρόνια, διότι την περίοδο 1828-1940 μετατράπηκε σε νεκροταφείο του οικισμού και ο Προφήτης Ηλίας ήταν η κοιμητηριακή εκκλησία.
Το περιμετρικό τείχος δεν είναι σε καλή κατάσταση. Η δόμηση του αποτελείται από λίθους διαφορετικών μεγεθών με συνδετικό κονίαμα ανάμεσα τους. Η περίμετρος ακολουθεί το κακοτράχαλο ανάγλυφο του εδάφους. Το μόνο βατό σημείο εισόδου για το φρούριο ήταν η βορειοδυτική ευπρόσβλητη πλευρά όπου βρίσκεται η πύλη σήμερα. Οι υπόλοιπες πλευρές είναι αρκετά απρόσβλητες όντας πολύ επικλινείς έως κάθετες.
Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του τείχους βρίσκεται βορειοδυτικά, εκεί που είναι η πύλη σήμερα, με ύψος 3,20 μέτρα.
Στη δυτική πλευρά σώζεται συνεχές τείχος μήκους σχεδόν 50 μέτρων με ύψος που κυμαίνεται κατά μέσο όρο 2 με 2,5 μέτρα και πάχος 1,10 μέτρα (φωτο 4-9).
Στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά σώζεται επίσης τείχος, αλλά σε χαμηλότερο ύψος: 1 έως 1,5 μέτρο (φωτ. 12).
Στην απροσπέλαστη νότια-νοτιοδυτική πλευρά όπου τα βράχια είναι κάθετα, τα ίχνη του τείχους χάνονται. Μάλλον εκεί δεν υπήρχε ποτέ τείχος.
Στο δυτικό τείχος είναι εμφανή τα ερείπια ενός κατεστραμμένου πύργου (φωτ.12) δίπλα στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου.
Στον εσωτερικό χώρο υπάρχει μια δεξαμενή νερού (κιστέρνα) με διαστάσεις 9✖4μ μέτρα (φωτ.13), η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε βάση πύργου ή πυργοκατοικίας (ήταν πολύ συνηθισμένο να υπάρχουν δεξαμενές στο ισόγειο ή το υπόγειο των μεσαιωνικών πύργων). Η κιστέρνα χρησιμοποιήθηκε ως οστεοθήκη κατά την διάρκεια της χρήσης του χώρου ως νεκροταφείο (1828-1940).
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Μάιος 2024 |
Πηγές
- Έρευνα, φωτογραφίες και παρουσίαση από τον Σάκη Αμφιτρείδη και το blog του ΑΜΦΙΤΡΕΙΔΗΣ (Αύγουστος 2023)
- Χαράλαμπος Μπακιρτζής, «ΤΡΕΙΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ», Θασιακά τόμ.1, Καβάλα 1984, σελ. 7-20
- Σαπφώ Αγγελούδη-Ζαρκάδα, «Η αρχιτεκτονική των μεταβυζαντινών εκκλησιών της Θάσου–Ιστορική, κοινωνική και κατασκευαστική προσέγγιση», Διδακτορική Διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Καβάλα 2011
- Αυγουστίδης Γεώργιος, «ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥ», Θάσος, 2015, σελ. 7-30.
Τα δικά σας σχόλια:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
Ασφαλτοστρωμένος δρόμος 11 χιλιομέτρων ξεκινάει από τα Λιμενάρια και οδηγεί στο χωριό Κάστρο. |
Είσοδος: |
Ελεύθερη πρόσβαση. |
Γειτονικά Κάστρα |
---|
Πύργος Γλυφονερίου |
Κάστρο Καλλιράχης |
Παλιόκαστρο Καλυβίων |
Ακρόπολη Θάσου |
Κάστρο Θεολόγου |