Μεγίστη, Δήμος Μεγίστης, Νομός Δωδεκανήσου,Νότιο Αιγαίο
Κάστρο Καστελλόριζου
Τοποθεσία: |
Στο Καστελλόριζο, σε βραχώδες ύψωμα πάνω από το λιμάνι |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Νότιο Αιγαίο Ν.Δωδεκανήσου | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Μεγίστης • Μεγίστη | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 46 m |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
1451 | ΦΡΑΓΚΙΚΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Επάκτιο Φρούριο |
Μετρια
|
Ένα μεσαιωνικό κάστρο με πολυκύμαντη ιστορία στο ακριτικό Καστελλόριζο.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το Καστελλόριζο είναι το πιο μικρό από τα Δωδεκάνησα, το πιο απομονωμένο και το πιο απομεμακρυσμένο σημείο της Ελλάδας προς τα ανατολικά. Απέχει 1,25 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές και 72 ν.μ. από τη Ρόδο.
Το νησί διαθέτει ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Επιπλέον είναι σε στρατηγική θέση καθώς είναι πάνω στη διαδρομή από Ρόδο προς Κύπρο χωρίς να έχει τα προβλήματα χερσαίων απειλών που αντιμετώπιζαν τα γειτονικά λιμάνια της Μικράς Ασίας.
Αυτό το εξαίρετο φυσικό λιμάνι αποτελείται βασικά από δύο όρμους, το «Λιμάνι» και το «Μανδράκι». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο αγκυροβόλια παρεμβάλλεται ένας βράχος ύψους 46 μέτρων, πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το κάστρο.
Το σημείο είναι ιδανικό, γιατί εκτός από την πλήρη εποπτεία των δύο λιμανιών έχει και άμεση οπτική επαφή με το Παλαιόκαστρο που ήταν κατά το Μεσαίωνα ο κύριος οικισμός. Επίσης, μπροστά ακριβώς είναι η νησίδα Ψωραδιά που δυσχέραινε την επίθεση από τη θάλασσα.
Το Όνομα του Κάστρου
Το νησί πήρε το όνομά του από το κάστρο. Η αρχαία αλλά και η σύγχρονη επίσημη ονομασία του νησιού είναι Μεγίστη. Πιο συνηθισμένο όμως είναι το όνομα Καστελλόριζο, η παλιότερη χρήση του οποίου σημειώνεται τον 12ο αιώνα και κατά την επικρατέστερη εκδοχή προέρχεται εκ παραφθοράς από το βενετσιάνικο “Castel Rosso” που σημαίνει Κόκκινο Κάστρο. «Κόκκινο» λόγω του ασβεστολιθικού πετρώματος στον βράχο του κάστρου που παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση όταν τον χτυπάει ο ήλιος.
Απεικονίσεις και χάρτες του 17ου αιώνα τιτλοφορούν το κάστρο Castel d’Orizzo ή Castel Ruggio. Οι Γάλλοι το αποκαλούσαν Château Rouge και οι Τούρκοι Meis or Kızılhisar (και τα δύο σημαίνουν Κόκκινο Κάστρο).
Το κάστρο αναφέρεται από ταξιδιωτικούς οδηγούς και ως Κάστρο Μεγίστης ή Κάστρο των Ιπποτών. Στη βιβλιογραφία είναι γνωστό και ως Κάστρο του Αγίου Νικολάου.
Ιστορία
Το κάστρο του Καστελλόριζου κτίστηκε, καταστράφηκε και ανακατασκευάστηκε αρκετές φορές στη μακραίωνη ιστορία του. Η μορφή με την οποία διασώζεται σήμερα είναι κατάλοιπο –κατά κύριο λόγο– της ανακατασκευής που έγινε το 1451, λίγο μετά την παραχώρηση του νησιού στο Βασίλειο της Αραγωνίας. Έτσι το κάστρο του Καστελλόριζου είναι από τα λίγα κάστρα στα Δωδεκάνησα που το κάστρο τους δεν είναι «Ιωαννίτικο» αλλά «Φράγκικο» (δεν έχουμε κατηγορία «Αραγωνέζικο» στον Καστρολόγο).
Το κάστρο χτίστηκε στη θέση του κάστρου των Ιπποτών, που είχε καταστραφεί από Μαμελούκους πειρατές και το οποίο είχε αντικαταστήσει ένα παλιό Βυζαντινό φρούριο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα Ελληνιστικό φρούριο, που πριν πολλούς αιώνες ήταν Πελασγική ακρόπολη!
Το σημείο, λοιπόν, είχε αξιοποιηθεί από τη νεολιθική εποχή και πρέπει να είχε οχυρωθεί για πρώτη φορά από τους Πελασγούς, όπως μαρτυρούν τα λείψανα από κυκλώπεια τείχη στο βράχο. Αργότερα, εποικήθηκε από τους Δωριείς οι οποίοι το ονόμασαν «Μεγίστη», μάλλον επειδή ήταν το μεγαλύτερο από τα γύρω ερημονήσια. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ανήκε στο «Θέμα των Κυβυραιωτών», όπως και η Ρόδος.
Το 1306 το κατέλαβαν οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη υπό τον Μέγα Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλλαρέ (Foulques de Villaret). Τη χρονιά εκείνη ο Βιλλαρέ είχε ξεκινήσει από την Κύπρο με 2 γαλέρες, 4 μικρότερα πλοία, 35 ιππότες και 500 πεζούς για να καταλάβει τη Ρόδο που τότε ήταν μέρος της Βυζαντινής επικράτειας. Στην πορεία κατέλαβε το Καστελλόριζο, αλλά στη συνέχεια απέτυχε να κατακτήσει τη Ρόδο. Αυτό το πέτυχε αργότερα, το 1309 (στις 15 Αυγούστου). Πάντως, δεν είναι εντελώς σίγουρο ότι οι Ιωαννίτες ήταν στο Καστελλόριζο από το 1306, τρία χρόνια πριν την οριστική τους κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες από ιστορικές πηγές. Αν όχι το 1306, το αργότερο το 1309.
Οι Ιωαννίτες ανακατασκεύασαν το προϋπάρχον Βυζαντινό κάστρο περί το 1380. Αυτό το ξέρουμε επειδή, σύμφωνα με παλιούς περιηγητές, στο κάστρο υπήρχε εντοιχισμένο το οικόσημο του Juan Fernandez de Heredia ο οποίος ήταν Μεγάλος Μάγιστρος του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη κατά την περίοδο 1377-1396 . Ο εντοιχισμός του εμβλήματος δηλώνει ότι η κατασκευή έγινε επί των ημερών του. Αυτό πρέπει να συνέβη –λογικά– γύρω στο 1380 επειδή το 1382 ο Heredia έφυγε για πάντα από τα Δωδεκάνησα παραμένοντας τυπικά μόνο ηγέτης του Τάγματος μέχρι το 1396.
Το Καστελλόριζο ήταν σημαντικό για το Τάγμα γιατί ήταν το μοναδικό ασφαλές χριστιανικό λιμάνι πάνω σε ένα πολυσύχναστο ναυτικό δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο. Ήταν όμως απομακρυσμένο από την υπόλοιπη επικράτεια των Ιπποτών και ως εκ τούτου πιο εκτεθειμένο σε εξωτερικούς κινδύνους. Οι Ιππότες το χρησιμοποίησαν σαν προκεχωρημένο φυλάκιο και λιμάνι, αλλά και σαν τόπο εξορίας και φυλακής.
Το 1440 το Καστελλόριζο δέχθηκε την επίθεση του στόλου των Μαμελούκων της Αιγύπτου υπό τον Σουλτάνο Τζεμάλ Ελ-Ντιν Γιουσούφ που κούρσεψε την πόλη, κατέστρεψε το κάστρο και έσυρε τους κατοίκους στα σκλαβοπάζαρα. Νέα καταστροφική επιδρομή των Μεμελούκων έγινε το 1444. Την εποχή εκείνη το Τάγμα συγκλονιζόταν από εσωτερικές έριδες, κάτι που είχε αρνητικές συνέπειες στην άμυνα και τη διοίκηση των νησιών. Ειδικά το Καστελλόριζο που ήταν αποκομμένο φαίνεται πως είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό εξουσίας, ο Αραγωνέζος ναύαρχος Bernat de Villamari έκανε το νησί λημέρι του και ορμητήριο για τις επιδρομές εναντίον των Οθωμανών (και όχι μόνο —οι θαλασσόλυκοι εκείνη την εποχή ήταν πρωτίστως πειρατές). Αυτή η κατάσταση παγιώθηκε όταν ο Αλφόνσο Μαγνάνιμο Ντ’ Αραγκόν (Alfonso V de Aragón, el Magnánimo ,1396-1458) βασιλιάς της Αραγωνίας, Καταλανίας, Σικελίας, Νάπολης κ.ά., εν ονόματι του οποίου δρούσε ο Villamari, έπεισε τον Πάπα Νικόλαο Ε’ να του παραχωρήσει το νησί. Έτσι το 1450 ο Bernat de Villamari έγινε επίσημα κυβερνήτης του Καστελλόριζου ως τοποτηρητής του Βασιλείου της Αραγωνίας, και ξεκίνησε αμέσως την ανακατασκευή του κατεστραμμένου κάστρου.
Φαίνεται ότι τότε, περί το 1451, ήταν που πήρε την τελική του μορφή το κάστρο, και όχι κατά τον 14ο αιώνα. Η άποψη αυτή στηρίζεται αφενός στο γεγονός της προηγηθείσης καταστροφής του κάστρου από τους Μαμελούκους και αφετέρου στη διαμόρφωση σκράπας στους τοίχους του πύργου, που είναι χαρακτηριστικό που εμφανίστηκε στην καστροδομία με τη διάδοση της χρήσης των πυροβόλων τον 15 αιώνα και όχι νωρίτερα. Ένα ακόμα στοιχείο υπέρ αυτής της άποψης είναι ότι το κάστρο του Καστελλόριζου έχει μεγάλες διαφορές στο σχεδιασμό και στον τρόπο κατασκευής από άλλα κάστρα των Ιωαννιτών στα Δωδεκάνησα.
Το 1461 το Καστελλόριζο έγινε κτήση του βασιλείου της Νάπολης, καθώς το βασίλειο της Αραγωνίας έπαψε να υπάρχει μετά την υπαγωγή του στο θρόνο της Ισπανίας. Το 1480 κυριεύθηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1498 το ξαναπήραν οι Ναπολιτάνοι. Το 1512 το βασίλειο της Νάπολης συγχωνεύθηκε με το βασίλειο της Ισπανίας και έτσι το Καστελλόριζο έγινε Ισπανική κτήση. Αυτό κράτησε μέχρι το 1523, όταν το νησί ακολούθησε τη μοίρα της Ρόδου και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων και κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, τον καιρό του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς.
To 1570 οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν για λίγο από τους Βενετσιάνους, όταν πέρασε από εκεί ένας Ενετικός στόλος που έσπευδε σε βοήθεια της πολιορκημένης Αμμοχώστου κατά τον τέταρτο Ενετο-Τουρκικό πόλεμο (1570-1573). Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 1659, κατά τον πέμπτο Ενετο-Τουρκικό πόλεμο (1645-1669), ένας Γαλλο-Ενετικός στόλος με επικεφαλής τον Jaques de Gremonville κατέλαβε το Κατελλόριζο. Εκείνη την περίοδο, οι Ενετοί υπό την αρχηγία του Φραντσέσκο Μοροζίνι έκαναν συνεχείς επιθέσεις στα κάστρα των Τούρκων στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία για να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στην πολυετή πολιορκία της Κάντιας (του Ηρακλείου). Είχαν καταλάβει πολλά κάστρα τότε, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν κανένα από αυτά, ούτε το Καστελλόριζο. Κατά την αποχώρησή τους οι Γαλλο-Ενετοί κατέστρεψαν το κάστρο και μάλλον τότε είναι που γκρεμίστηκαν ο προμαχώνας, και οι πύργοι που μέχρι τότε διατηρούνταν σε πολύ μεγάλο ύψος, όπως φαίνεται και στην γκραβούρα της εικ.1 που περιλαμβάνεται σε έναν τόμο με τα πεπραγμένα εκείνου του πολέμου.
εικ.1 – H επίθεση του Γαλλοενετικού στόλου το 1659
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτού του είδους οι «καταστροφές» κάστρων, που συνήθιζαν κατά την αποχώρησή τους τόσο οι Ενετοί όσο και οι Τούρκοι, σπάνια ήταν ολοκληρωτικές. Επειδή για να καταστραφεί ολοσχερώς ένα κάστρο απαιτείται χρόνος, πολλά χέρια, σκληρή δουλειά και μπαρούτι, στοιχεία που είναι πολυτέλεια σε ένα στόλο, ειδικά όταν κάνει καταδρομική επιχείρηση.
Σε όλο αυτό το διάστημα, μετά τον 14ο αιώνα και παρά την πολυκύμαντη ιστορία του, το Καστελλόριζο εξελίχθηκε σε ένα πολυσύχναστο, πολυάσχολο και πλούσιο λιμάνι στο οποίο αγκυροβολούσαν πλοία κάθε είδους και χώρας προέλευσης –ιδίως σε καιρό ειρήνης.
Το 1788 ο Λάμπρος Κατσώνης επιτέθηκε στο Καστελλόριζο. Οι τουρκική φρουρά του κάστρου συνθηκολόγησε και αποχώρησε. Όμως ο Κατσώνης δεν μπορούσε να μείνει για πολύ εκεί, και απέπλευσε, οπότε οι Τούρκοι που καραδοκούσαν στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, επέστρεψαν.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Πρόκειται για σχετικά μικρό κάστρο που καταλαμβάνει έκταση λιγότερη από ένα στρέμμα στην άκρη του βράχου.
εικ.2 – σημερινή κατάσταση
Αποτελείται από δύο μέρη: 1) από τον μεγάλο κεντρικό πύργο που δεσπόζει στο βράχο και 2) από έναν οχυρωματικό περίβολο που ενισχύεται με προμαχώνα και που προεκτείνεται σε χαμηλότερο επίπεδο βορειοανατολικά από τον πύργο, προς τη θάλασσα.
Το πρώτο μέρος, δηλαδή ο μεγάλος κεντρικός πύργος, δεν είναι απλά ο ακρόπυργος (donjon) αλλά το κυρίως κάστρο. Δεσπόζει στον βράχο και στην πόλη, είναι ορατός από μακριά και επισκέψιμος (μέσω μεταλλικής σκάλας). Το δεύτερο μέρος, ο οχυρωματικός περίβολος, είχε δευτερεύοντα ρόλο και περιείχε κάποια κτίσματα. Είναι σε ερειπιώδη κατάσταση (κυρίως λόγω των μπάζων που έχουν πέσει από τον μεγάλο πύργο), είναι δυσδιάκριτος από μακριά και δεν είναι προσβάσιμος λόγω των ατάκτων ερειπίων, της βλάστησης και του γεγονότος ότι είναι κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού.
Ο κεντρικός πύργος έχει ορθογώνια κάτοψη με διαστάσεις 17,5✖22,0 μ. Όλες του οι πλευρές εκτός από τη βορειοανατολική (προς τη θάλασσα) έχουν διαμόρφωση σκράπας (scrapa), δηλαδή ο εξωτερικός τοίχος δεν είναι κατακόρυφος αλλά έχει μια έντονη κλίση. Το ύψος του κεκλιμένου τμήματος των τοίχων είναι 7,5 μ. και στηρίζεται σε μια βάση που είναι ένα κατακόρυφο κρηπίδωμα ύψους 75 εκατοστών από καλά λαξεμένους λίθους.
Γενικά η σκράπα ήταν μια εξέλιξη στην τεχνολογία κατασκευής φρουρίων που αναπτύχθηκε μετά τη διάδοση των κανονιών. Ο κεκλιμένος τοίχος πρόσθετε όγκο στο τείχος και επιπλέον απέτρεπε την προσβολή των οβίδων κάθετα στο τείχος, άρα το έκανε πιο ανθεκτικό. Η ύπαρξη της σκράπας, που δεν είναι συνηθισμένη στα κάστρα των Ιπποτών της Ρόδου ούτε γενικά σε κάστρα του 14ου αιώνα, είναι ο κύριος λόγος που η κατασκευή χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα.
Η είσοδος του πύργου είναι στη ΒΑ πλευρά (εσωτερικά, από την αυλή του οχυρωματικού περιβόλου) και η πρόσβαση σε αυτήν γινόταν από κινητή σκάλα. Το πάχος των τοίχων είναι 2,80 μέτρα. Στην ανατολική γωνία του κεντρικού πύργου βρίσκεται ένας μικρός κυκλικός πύργος διαμέτρου 5 μέτρων. Αυτό το ασυνήθιστο πυργάκι δεν είναι ενσωματωμένο στον μεγάλο πύργο. Πιθανόν χρησίμευε σαν κλιμακοστάσιο για άνοδο στους επάνω ορόφους του πύργου εξωτερικά. Σώζεται σε ύψος 5 μέτρων.
Στην κατασκευή του κεντρικού πύργου έχει χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητικό υλικό ασβεστοκονίαμα (όπως σε όλες τις σοβαρές μεσαιωνικές κατασκευές) αλλά στην περίπτωση αυτή το ασβεστοκονίαμα είχε χρησιμοποιηθεί και σαν επίχρισμα. Το επίχρισμα αυτό με τον καιρό έχει πέσει και διασώζεται μόνο σε λίγα σημεία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην αρχική του μορφή ο πύργος ήταν πανύψηλος και πολύ επιβλητικός(εικ.3). Το αρχικό του ύψος ήταν τουλάχιστον διπλάσιο αυτού που σώζεται σήμερα. Επίσης να επισημάνουμε ότι η σκράπα δεν συνεχιζόταν πιο πάνω. Οι τοίχοι του τμήματος που έχει γκρεμιστεί ήταν κατακόρυφοι. Με άλλα λόγια, ό,τι σώθηκε από τον πύργο οφείλεται στην αυξημένη αντοχή που προσέδιδε η σκράπα.
Δίπλα από τον πύργο, στην νοτιοανατολική του πλευρά και πάνω από τον οχυρωματικό περίβολο διακρίνουμε τα θεμέλια κτίσματος διαστάσεων 7,0✖7,0 μ. που δεν φαίνεται να είναι οχυρωματική κατασκευή. Πρόκειται πιθανότατα για προσθήκη της εποχής της Τουρκοκρατίας και ήταν μάλλον κατοικία.
Οι διαστάσεις του δευτερεύοντος οχυρωματικού περιβόλου είναι 17,5✖6,5 μ. Δύο μικροί κυκλικοί πύργοι διαμέτρου 7,5 μέτρων προστατεύουν τις γωνίες της βορειοανατολικής πλευράς που έχει πρόσωπο στη θάλασσα. Αυτή η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα δεν ήταν ένα απλό τείχος, αλλά προμαχώνας (bastion) δηλαδή μια πιο ισχυρή κατασκευή με μεγαλύτερο βάθος που αποσκοπούσε πιθανότατα στην ενίσχυση της αντοχής σε βολές από πυροβόλα όπλα. Η ύπαρξη του προμαχώνα είναι μια πρόσθετη ένδειξη ότι η οχύρωση είναι κατασκευή του 15ου αιώνα και όχι παλιότερη.
Ο οχυρωματικός περίβολος πρέπει να είχε κάπου τη δική του είσοδο που θα ήταν και η κύρια είσοδος του κάστρου. Δεν σώζεται.
Τα τείχη του οχυρωματικού περιβόλου κάτω από τον πύργο διατηρούνται σε κακή κατάσταση σε μέγιστο ύψος 3 μέτρων. Οι δύο κυκλικοί πύργοι διατηρούνται σε ύψος 5μ. ο δυτικός και 7 μέτρα ο ανατολικός. Το αρχικό τους ύψος ήταν πολύ μεγαλύτερο, τουλάχιστον τριπλάσιο του σημερινού. Ο επιθαλάσσιος προμαχώνας της ΒΑ πλευράς είναι επίσης σε κακή κατάσταση με μέγιστο σωζόμενο ύψος 5μ. Το αρχικό του ύψος ίσως έφτανε τα 20 μέτρα (έπρεπε να είναι ψηλός) ενώ στην κορυφή πρέπει να είχε ένα μεγάλο πλάτωμα για να υπάρχει χώρος για εγκατάσταση κανονιών. Πάντως σε αντίθεση με προμαχώνες της ίδιας εποχής σε άλλα κάστρα, εδώ δεν έχουμε διαμόρφωση οξείας γωνίας στην εξωτερική του πλευρά.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας Albert Gabriel ήταν στο Καστελλόριζο μεταξύ 1915 και 1917 όταν το νησί ήταν υπό Γαλλική κατοχή. Στον Gabriel οφείλουμε πολλές πληροφορίες για το κάστρο και την ιστορία του (παρόλο που και τότε ήταν σχεδόν στην ίδια κατάσταση που είναι σήμερα) ενώ ο ίδιος δημιούργησε μια πολύ ωραία αναπαράσταση του κάστρου όπως ήταν παλιά (εικ.3).
εικ.3 – αναπαράσταση αρχικής μορφής του κάστρου
Η αναπαράσταση αυτή βασίζεται στη γκραβούρα από την αναπαράσταση της μάχης του 1659 (εικ.1) και σε σχέδιο του Ολλανδού γεωγράφου Olfert Dapper από το 1703 (το οποίο δεν σώζεται εξ όσων γνωρίζουμε).
Σήμερα, δίπλα στα ερείπια του κάστρου βρίσκεται ένα παλιό τουρκικό χαμάμ και ένας αναστηλωμένος ανεμόμυλος, ενώ κάτω από το κάστρο, σε κόγχη λαξευμένη στον βράχο, βρίσκεται Λυκιακός τάφος του 4ου αι. π.Χ. με πολύ ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικό διάκοσμο.
εικ.4 – ο Λυκιακός τάφος κάτω από το κάστρο
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Σεπτέμβριος 2012 | Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών: | Νοέμβριος 2019 | Τελευταία προσθήκη οπτικού υλικού | Νοέμβριος 2019 |
Πηγές
- M. Zotos, The red castle of Castellorizo: The Island’s strategic significance and the castle’s historical representations, Architecture School, National Technical University of Athens, Greece
Τα δικά σας σχόλια:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
- |
Είσοδος: |
Ελεύθερη πρόσβαση στον ακρόπυργο |
Γειτονικά Κάστρα |
---|
Κονάκι Καστελλόριζου |
Παλαιόκαστρο Καστελλόριζου |
Φρούριο νήσου Ρω |