Άμφισσα, Δήμος Δελφών, Νομός Φωκίδας,Στερεά Ελλάδα
Κάστρο της Άμφισσας
Τοποθεσία: |
Άμφισσα, Φωκίδα |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Στερεά Ελλάδα Ν.Φωκίδας | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Δελφών • Άμφισσα | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 290 m (Σχετικό ϋψος ≈125 m) |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
Σε διάφορες περιόδους | ΦΡΑΓΚΙΚΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Κάστρο |
Οχι Καλη
|
Το κάστρο της Άμφισσας που ιστορικά είναι πιο γνωστό ως κάστρο των Σαλώνων ή κάστρο της Ωριάς, βρίσκεται σε βραχώδη λόφο ύψους 290μ πάνω από τη σύγχρονη πόλη της Άμφισσας, στη θέση μιας σημαντικής αρχαίας ακρόπολης. Αργότερα η ακρόπολη μετασχηματίστηκε σε μεσαιωνικό κάστρο.
Θεωρείται κυρίως Φράγκικο κάστρο, αφού, το μεγαλύτερο μέρος απ’ ό,τι σώζεται σήμερα είναι απομεινάρι του κάστρου που χτίστηκε τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Το Όνομα του Κάστρου
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναφέρει πως «Άμφισσα ονομάσθη δια το όρεσιν περιέχεσθαι», η ονομασία της Άμφισσας προέρχεται από το ρήμα αμφιέννυμι, που σημαίνει «περιβάλλω», επειδή η πόλη περιβάλλεται από βουνά (Γκιώνα και Παρνασσό). Κατά τη μυθολογία, η πόλη οφείλει το όνομά της στην Άμφισσα, κόρη του Μάκαρος και ερωμένη του θεού Απόλλωνα.
Στις αρχές του 13ου αιώνα και με την έναρξη της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, η Άμφισσα μετονομάστηκε από τους Φράγκους σε La Sole και στα ελληνικά (τα) Σάλωνα ή Σάλονα. Για την προέλευση της ονομασίας αυτής υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία από αυτές υποστηρίζει πως το όνομα αποτελεί παραφθορά της λέξης Σαλονίκη και δόθηκε στην Άμφισσα από τον Φράγκο «Βασιλιά της Θεσσαλονίκης» Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος είχε γίνει κύριος της Άμφισσας.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τη συνεκφορά έσω αλώνια, με την οποία αναφέρονταν οι κάτοικοι σε περιοχή της Άμφισσας, η οποία παρεφθάρη σε «εσάλωνα» και «σάλωνα».
Τέλος, υπάρχει η άποψη πως η νέα ονομασία της πόλης προέρχεται από τη λέξη σάλος που σημαίνει «τράνταγμα», εξαιτίας των πολλών σεισμών που έπλητταν την περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η πόλη ξαναπήρε επίσημα το αρχαίο όνομα Άμφισσα το 1833.
Το κάστρο πάντως αναφέρεται και σαν «κάστρο της Ωριάς» μετά από ένα περιστατικό του 1394, όταν την πόλη εξουσίαζε ο έκφυλος παπα-Στράτος, ο οποίος, άρπαξε την ωραία «ανιψιά» του Επισκόπου Σεραφείμ και τη φυλάκισε.
Ο Σεραφείμ τότε ξεσήκωσε τους χριστιανούς εναντίον του παπά και κάλεσε τους Τούρκους να έρθουν σε βοήθεια.
Όταν πληροφορήθηκε ο παπά-Στράτος ότι οι Τούρκοι έρχονται με πρόσκληση του επισκόπου, σκότωσε την Αρετή πετώντας την από το κάστρο.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, όταν οι Τούρκοι πήραν το κάστρο (το 1394), η βασιλοπούλα Μαρία Φαντρίκ αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα βράχια του κάστρου για να γλυτώσει.
Έτσι δημιουργήθηκε ο θρύλος του «Κάστρου της Ωριάς». Δεν είναι ξεκάθαρο, τελικά, αν η «Ωριά» ήταν η ανιψιά του δεσπότη Αρετή ή η βασιλοπούλα Μαρία.
Ιστορία
Το κάστρο έχει πολυκύμαντη ιστορία που ξεκινάει από τους Πελασγούς και την κλασική αρχαιότητα και φτάνει έως την Ελληνική Επανάσταση.
Στη διάρκεια των αιώνων το κάστρο καταστράφηκε, ανακατασκευάστηκε, πολιορκήθηκε ή κατακτήθηκε από τον Φίλιππο Β’, τους Γαλάτες, τους Ρωμαίους, τους Βούλγαρους, τους Σλάβους, τους Φράγκους, τους Καταλανούς και τους Οθωμανούς.
Αρχαιότητα
Η Άμφισσα κατοικείται από τους πανάρχαιους χρόνους όπως μαρτυρούν τα αρχαία τείχη της. Αποτελούσε μεγάλη πόλη-κράτος και πρωτεύουσα των Εσπερίων ή Οζολών Λοκρών. Ο Ηρόδοτος την περιγράφει ως ύπερθεν του Κρισαίου πεδίου.
Το 338 π.Χ. η Άμφισσα καταστράφηκε από τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, ο οποίος ως επικεφαλής του Αμφικτυονικού Συνεδρίου των Δελφών, κατά τον Δ’ Ιερό Πόλεμο, κατέφθασε στη Φωκίδα με 30.000 πεζούς και 2.000 ιππείς και την κατέσκαψε εκ θεμελίων γκρεμίζοντας την ακρόπολή της. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν επειδή η Άμφισσα είχε θεωρηθεί βέβηλος πόλις και της είχε επιβληθεί πρόστιμο που οι Φωκείς αρνήθηκαν να πληρώσουν. Όλα αυτά, επειδή θέλησαν να βάλουν χέρι στην περιουσία του Μαντείου των Δελφών που οι ίδιοι το θεωρούσαν «Φωκική Κώμη».
Η πόλη μετά από λίγο ανοικοδομήθηκε και αποτέλεσε μέρος της πανίσχυρης Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Το 190 π.Χ. ο Ρωμαίος ύπατος Μάνιος Ακίλιος Γλαβρίωνας απέτυχε να εκπορθήσει την πόλη, ενώ αργότερα η Άμφισσα συνήψε ειρήνη με τη Ρώμη παραμένοντας ανεξάρτητη χωρίς να πληρώνει φόρους.
Η απαλλαγή από τους φόρους ίσως να έγινε λόγω των Δελφών, αλλά μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι η Αιτωλική Συμπολιτεία ήταν ανέκαθεν σύμμαχος των Ρωμαίων και ήταν αυτή που τους προσκάλεσε αρχικά να επέμβουν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον των Μακεδόνων.
Τον 1ο αι. μ.Χ., o Παυσανίας στο έργο του Ελλάδος Περιήγησις χαρακτηρίζει την Άμφισσα «μεγίστη και ονομαστοτάτη πόλη των Λοκρών» και σημειώνει ναό της Αθηνάς στην ακρόπολη με χάλκινο άγαλμα της θεάς. Το άγαλμα υποτίθεται πως ήταν λάφυρο από την Τροία. Ο Παυσανίας επίσης σημειώνει ότι πολλοί κάτοικοι είχαν αναγκαστεί από τους Ρωμαίους να μετοικήσουν στη Νικόπολη.
Βυζαντινοί χρόνοι
Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, διάφοροι λαοί Βαρβάρων έκαναν σαρωτικές επιδρομές στη Στερεά Ελλάδα. Η Άμφισσα, όπως και πολλές άλλες πόλεις, κυριεύεται και καταστρέφεται από τους Βησιγότθους του Αλάριχου (το 396 μ.Χ.) και αργότερα και από τους Ούννους του Αττίλα, το 448.
Η Άμφισσα αναφέρεται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους (τον κατάλογο με όλες τις πόλεις της Βυζαντινής επικράτειας στις αρχές του 6ου αιώνα). Ήταν μία από τις πόλεις της «Επαρχίας Ελλάδος».
Αντίθετα, δεν αναφέρεται από τον Προκόπιο, και τα γραφόμενα στο διαδίκτυο περί επισκευής της οχύρωσης επί Ιουστινιανού είναι υποθέσεις (εύλογες, αλλά χωρίς τεκμηρίωση).
Για την Άμφισσα της Μεσοβυζαντινής Περιόδου δεν έχουμε πολλές πληροφορίες από ιστορικές πηγές εκτός από τα γεγονότα που εξιστορούνται στο Χρονικόν του Γαλαξειδίου (που αφηγείται την ιστορία του Γαλαξειδίου και της ευρύτερης περιοχής από τον 10ο μέχρι τον 17ο αιώνα).
Σύμφωνα με το χρονικό, στα τέλη του 10ου αιώνα οι Βούλγαροι πολιόρκησαν την Άμφισσα και την κατέλαβαν μετά από της προδοσία ενός ντόπιου με το όνομα Κουτζοθόδωρος. Ακολούθησε σφαγή με λίγους διασωθέντες που κατέφυγαν στα γύρω βουνά. Αυτό έγινε μάλλον στη μεγάλη επιδρομή του τσάρου Σαμουήλ στη Ελλάδα το 995-996.
Παρόμοια καταστροφή σημειώθηκε όταν λεηλάτησε την πόλη μια βάρβαρη ορδή, «ενδυμένοι τομάρια, ωσάν αρκούδαις, και τρώγοντας άψητα κρέατα, ωσάν θερία, και ανθρώπους ζωντανούς στη σούφλα εψήσασι». Επρόκειτο πιθανότατα για τους Ούζους, μια τουρκική φυλή, που έφτασαν μέχρι τη νότια Ελλάδα το 1065.
Μετά από αυτά τα συμβάντα και ενώ είχε μεσολαβήσει μια επιδημία πανούκλας το 1054, η Άμφισσα παρέμεινε ρημαγμένη για τις επόμενες δεκαετίες, ενώ τα τείχη πιθανότατα δεν επιδιορθώθηκαν.
Φραγκοκρατία
Στις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η περίοδος της Φραγκοκρατίας. Στη μοιρασιά που έγινε μετά την άλωση της Βασιλεύουσας από τους Σταυροφόρους το 1204, η Άμφισσα αποδόθηκε στον «Βασιλιά της Θεσσαλονίκης», Βονιφάτιο Μομφερατικό. Οι Φράγκοι μετονόμασαν την Άμφισσα σε La Sole ιδρύοντας την Αυθεντία των Σαλώνων. Πρώτος αυθέντης ορίστηκε ο Γάλλος σταυροφόρος Θωμάς Α΄ ντ’ Ωτρεμενκούρ (Thomas d’Autremencourt), ο οποίος έχτισε το ισχυρό Κάστρο των Σαλώνων πάνω στα θεμέλια της αρχαίας ακρόπολης. Ο Ωτρεμενκούρ είναι γνωστός εκ παραφθοράς και ως ντε Στρομονκούρ ή Στρεμεγκούρ.
Το 1210 προσπάθησε να επεκτείνει τη βαρονία του προς τα δυτικά και επιτέθηκε στο λιμάνι του Γαλαξειδίου. Οι κάτοικοι ζήτησαν τότε τη βοήθεια του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα ο οποίος άρπαξε την ευκαιρία. Ο στρατός του Δεσποτάτου κατέλαβε τα Σάλωνα το 1210. Ο έκπτωτος Ωτρεμενκούρ σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Βυζαντινών της Ηπείρου το 1212.
Το 1215 ο γιος του, Θωμάς Β΄ Ωτρεμενκούρ, κατόρθωσε να ανακαταλάβει τα Σάλωνα και παρέμεινε για πολλά χρόνια άρχοντας, μέχρι το 1258. Και αυτός επίσης ήταν γνωστός ως «Στρομονκούρ».
Ενδεικτικό της σημασίας του κάστρου των Σαλώνων είναι ότι ο πάπας Ονώριος Γ’ ζήτησε το 1223 επειγόντως από τους Φράγκους ηγέτες της Ελλάδας να ενισχύσουν τις οχυρώσεις της Μενδενίτσας και των Σαλώνων για να ανακόψουν τις επεκτατικές τάσεις του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, που εκείνη την εποχή είχε καταφέρει να πάρει πίσω τη Θεσσαλονίκη. Είναι βέβαιο ότι τότε δρομολογήθηκαν νέες επισκευές και προσθήκες στο κάστρο της Άμφισας.
Αρχικά η Αυθεντία των Σαλώνων ήταν υπό την επικυριαρχία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Στρομονκούρ ανακατεύτηκε στις διενέξεις μεταξύ των φράγκικων ηγεμονιών και πήρε το μέρος του Άρχοντα των Αθηνών Γουίδων Δελαρός (Guy de la Roche ). Όμως οι σύμμαχοι ηττήθηκαν στη Μάχη του Καρυδίου (1258) και η εξουσία του Πριγκιπάτου αποκαταστάθηκε, για να κλονιστεί ξανά τον επόμενο χρόνο, μετά την ιστορική ήττα από τους Βυζαντινούς στη Μάχη της Πελαγονίας.
Το επόμενο διάστημα οι Φράγκοι ηγεμόνες των Σαλώνων προσπάθησαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα ισορροπώντας μεταξύ των αντιμαχόμενων δυνάμεων που διεκδικούσαν τη Στερεά Ελλάδα (τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το Φράγκικο Δουκάτο των Αθηνών). Μετά το 1264 η Άμφισσα πρέπει να βρισκόταν σε μια σχέση χαλαρής εξάρτησης από το Βασίλειο της Θεσσαλίας (ή της Μεγάλης Βλαχίας) του Ιωάννη Α΄ Δούκα Κομνηνού (Δούκα Νέων Πατρών). Μετά το 1278 τα Σάλωνα εμφανίζονται να είναι υπό την επικυριαρχία του Δουκάτου των Αθηνών, το οποίο εκείνη την εποχή χάρη και στη συμμαχία του με τον Ιωάννη Α΄ Δούκα της Μεγάλης Βλαχίας, βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του.
Τελευταίος Φράγκος αυθέντης των Σαλώνων ήταν ο Θωμάς Ωτρεμενκούρ ο Γ΄ που σκοτώθηκε στη μάχη του Κηφισού (ή του Αλμυρού), το 1311, όταν οι Φράγκοι ηττήθηκαν κατά κράτος από την Καταλανική Κομπανία μισθοφόρων. Η μάχη του Κηφισού σήμανε την κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών από τους Καταλανούς, ενώ ο θάνατός του Θωμά σήμανε το τέλος της δυναστείας των Γάλλων βαρόνων στα Σάλωνα.
Το 1311 λοιπόν, η Αυθεντία των Σαλώνων πέρασε στα χέρια των Καταλανών. Πρώτος ηγεμόνας στη νέα κατάσταση ήταν ο αρχηγός της Καταλανικής Εταιρείας Ρογήρος Ντε Λορ (Roger Deslaur ή Desllor), που πήρε τα Σάλωνα σαν φέουδο και τη χήρα του Ωτρεμενκούρ για γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ντε Λόρ στη μάχη του Κηφισού ήταν με το μέρος της αντίπαλης παράταξης, ως έμπιστος του Δούκα των Αθηνών Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν (Gautier V de Brienne). Οι Καταλανοί όμως, μετά την επικράτησή τους, τον έκαναν αρχηγό τους αφενός επειδή δεν είχαν στις τάξεις τους πολλούς ευγενείς που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως στελέχη και αφετέρου επειδή ο Ντε Λορ ήταν αυτός που είχε προσλάβει την Καταλανική Εταιρεία στην υπηρεσία του Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν (μεγάλη ιστορία που δεν είναι της παρούσης).
Οι Καταλανοί μισθοφόροι ήταν βασικά μια ληστοσυμμορία. Για να νομιμοποιήσουν (ενώπιον του Πάπα και των άλλων δυτικών) την κατοχή των εδαφών που άρπαξαν από τους Φράγκους, επεδίωξαν την υπαγωγή τους σε κάποιον εστεμμένο. Για τον σκοπό αυτό, ο Ρουτζέρος Ντεσλόρ παραχώρησε το Δουκάτο των Αθηνών στο αραγωνέζικο Βασίλειο της Σικελίας και ο ίδιος αποσύρθηκε ως τοπάρχης στο κάστρο των Σαλώνων. Τον τίτλο του Δούκα Αθηνών πήρε ο Μανφρέδος, ο 5χρονος γιος του βασιλιά Φρειδερίκου Β’ της Σικελίας. Ο ίδιος και οι επόμενοι «Καταλανοί» δούκες Αθηνών δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα, όπου την εξουσία ασκούσε κάποιος εκπρόσωπος του Βασιλείου της Σικελίας με τον τίτλο του Γενικού Επιτρόπου (ή του Βικαρίου-Vicario).
Το 1317, Γενικός Βικάριος του Δουκάτου Αθηνών ορίστηκε ο Αλφόνσο Φαντρίκ ή Φαδρίγος (Alfonso Fadrique ή Federico) ο οποίος ήταν νόθος γιος του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου Β’. Κάτω από την στιβαρή ηγεσία του Φαδρίγου, οι Καταλανοί επεκτάθηκαν σε εδάφη του Δεσποτάτου της Ηπείρου και στη νότια Θεσσαλία. Μια από τις ενέργειες του Φαδρίγου ήταν να έρθει στα Σάλωνα, από όπου ο Ρογήρος Ντεσλόρ είχε αποχωρήσει (ή είχε πεθάνει) και να την κάνει προσωπικό του φέουδο.
Το Καταλανικό Δουκάτο μετονομάστηκε σε «Δουκάτο Αθηνών και Νέων Πατρών» και εκτός από την περιοχή της Αθήνας είχε τρία μεγάλα καπετανάτα: του Σιδηροκάστρου (στην Οίτη), των Νέων Πατρών (Υπάτη) και των Σαλώνων. Έτσι από το 1318, περίπου, η αυθεντία (βαρονία) Σαλώνων προβιβάστηκε σε κομητεία.Ο Αλφόνσο Φαντρίκ έμεινε στη θέση του Βικαρίου μέχρι το 1330. Τότε παύθηκε από τα καθήκοντά του και αντικαταστάθηκε στη θέση του Γενικού Επιτρόπου, αλλά παρέμεινε κύρης στην Άμφισσα, την οποία είχε κατοχυρώσει ως ιδιοκτησία της οικογενείας του. (Σημειωτέον ότι η οικογένεια είχε και τη Λαμία.)
Το 1362 η κομητεία της Άμφισσας κατέληξε στον εγγονό του, τον Λουδοβίκο Φαδρίγο (Lluís Frederic d'Aragó), που έμελλε να είναι ο τελευταίος κόμης. Το 1368 ο Λουδοβίκος νυμφεύτηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ελένη Καντακουζηνή που ήταν κόρη του Δεσπότη του Μυστρά Ματθαίου και εγγονή του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού.
Το 1375 ο Λουδοβίκος Φαδρίκ εκλέχτηκε από τους Καταλανούς άρχοντες νέος Επίτροπος στο Δουκάτο χωρίς την έγκριση του Βασιλείου της Σικελίας που βρισκόταν υπό διάλυση.
Το 1379 ο Φλωρεντίνος Νέριο Ατσαγιόλι, ο φιλόδοξος ηγεμόνας της Κορίνθου που είχε βλέψεις στα εδάφη του δουκάτου Αθηνών προσέλαβε ένα απόσπασμα της μισθοφορικής εταιρείας των Ναβαρραίων και τους έστειλε εναντίον των Καταλανών στη Στερεά Ελλάδα. Το 1380 η Άμφισσα κυριεύθηκε από τους Ναβαρραίους, αλλά ο Λουδοβίκος Φαντρίκ κατόρθωσε να την ανακαταλάβει σύντομα.
Το 1382 ο Λουδοβίκος πέθανε. Τον διαδέχθηκε η ανήλικη κόρη του Μαρία Φαντρίκ με επίτροπο τη μητέρα της Ελένη Καντακουζηνή, την περιώνυμη κόμισσα των Σαλώνων.
Η κόμισσα όμως ερωτεύτηκε παράφορα κάποιον παπά-Στράτο, ο οποίος, σαν άλλος Ρασπούτιν, δεν άργησε να πάρει de facto στα χέρια του την εξουσία.
Ο παπα-Στράτος, άπληστος, ακόλαστος και τυραννικός, άρπαξε το 1394 την Αρετή, ανιψιά του δεσπότη των Σαλώνων, Σεραφείμ, γεγονός που δημιούργησε το επεισόδιο που περιγράφηκε πιο πάνω στα περί ονόματος για το κάστρο της Ωριάς, και έγινε αφορμή να καλέσει ο Σεραφείμ τους Τούρκους σε βοήθεια.
To Χρονικόν του Γαλαξειδίου παραθέτει μια διαφορετική εκδοχή: «ήταν ένας Φράγκος αυθέντης, Κόντος το παράνομα, κατά πολλά κακός άνθρωπος, κλέφτης, αρπαγός, και κακότροπος» και οι ντόπιοι προτίμησαν να καλέσουν τους Τούρκους «λέγοντας καλλίτερα να δουλεύωμε Τούρκους παρά Φράγκους».
Το αποτέλεσμα ήταν «Επήρασι γουν οι Τούρκοι όλους τους Φράγκους σκλάβους· και τη γυναίκα του Κόντου επαράδωκε ο αυθέντης στο ασκέρι να την εξεντροπιάση· και τη θυγατέρα του, που ήτανε ευμορφωτάτη κόρη την εκράτησε διά λόγου του».
Ο Κόντος (=κόντες, κόμης) ήταν προφανώς ο κόμης Λουδοβίκος, αλλά η εκδοχή αυτή δεν υποστηρίζεται από άλλες ιστορικές μαρτυρίες.
Το βέβαιο είναι ότι το 1394 (και όχι το 1397) ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ ο Κεραυνός κατέλαβε αμαχητί την Άμφισσα και όντως παρέδωσε την κόμισσα Ελένη στο ασκέρι του ενώ πήρε την ευμορφωτάτη Μαρία στο χαρέμι του στην Αδριανούπολη. Εκεί πολύ σύντομα πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Η παράδοση της Άμφισσας από τους κατοίκους και η αποτρόπαια κατάληξη της κόμισσας Ελένης και της κόρης της Μαρίας επιβεβαιώνονται από επιστολή του Νέριο Ατσαγιόλι προς τον αδερφό του με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1394. Τα ίδια πάνω κάτω εξιστορεί και ο Χαλκοκονδύλης, αν και στις ιστορικές πηγές δεν απαντώνται οι γραφικότητες για την ωραία κόρη που πήδηξε από τον βράχο. (Αυτά είναι μάλλον λαϊκοί θρύλοι που προστέθηκαν πολύ αργότερα.)
Ο Βαγιαζήτ που σε εκείνη την εκστρατεία του 1393-1394 είχε καταλάβει όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, αποχώρησε απροσδόκητα όταν ο Νέριο Ατσαγιόλι (που από το 1388 ήταν ηγεμόνας στην Αθήνα) πλήρωσε φόρο υποτελείας. Το μόνο κάστρο στο οποίο ο Βαγιαζήτ άφησε φεύγοντας φρουρά ήταν τα Σάλωνα. Επικεφαλής τέθηκε κάποιος Μουράτ Μπέης ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Οθωμανός διοικητής στη Στερεά Ελλάδα. Ο Μουράτμπεης όταν αποχώρησε ο Βαγιαζήτ έκανε μια προσπάθεια να αυτονομηθεί, αλλά ο σουλτάνος αντέδρασε άμεσα: Έστειλε μεγάλο φουσάτο και ο Μουράτ καρατομήθηκε, κυριολεκτικά.
Μετά τη μεγάλη ήττα του Βαγιαζήτ στη μάχη της Άγκυρας το 1402, η ορμή των Τούρκων εξασθένισε για λίγο. Ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος πήρε θάρρος και κυρίευσε το 1402 τα Σάλωνα. Η περιγραφή του Χρονικού του Γαλαξειδίου φαίνεται πως είναι ακριβής: «Ο αυθέντης του Μωρέως, εβουλήθηκε να διώξη τους Τούρκους, και εβγαίνοντας από τα Εξαμίλλια επήρε όλα τα χωρία στο μέρος του· και ήρθε καταπάνου στο Σάλονα και έγεινε φοβερή αμάχη, και οι Τούρκοι νικηθήκασι και εχαλαστήκασι μαζή με τον μπέη τους. Και ο κυρ Παλαιολόγος εξουσίαζε το Σάλονα, το Λοιδορίκι, Γαλαξείδι και αλλά αχαμνότερα χωρία. Μαθαίνωντας αυτά τα κακά μαντάτα ο Μπέης του Ζητουνίου εξεκίνησε καταπάνου του με αμέτρητο ασκέρι, και ο Κυρ Παλαιολόγος μην ημπορώντας να εξαναντιάση, έφυγε γοργόν και εκλείσθηκε στο Ξαμίλλι. που ήταν καστρογυρισμένο· και ετότες, έστωντας αδύνατος να βαστάξη ταις χώραις επούλησε τα Σάλονα, το Γαλαξείδι το Λοιδορίκι και τη Βετρινίτζα είς κάτι Φραγκοπαπάδες, που ελέγοντο αδελφάτο της Ιερουσαλήμ, που είχανε άρματα και πλεούμενα καλά· και οι Φραγκοπαπάδες ήρθανε με τρεις γαλιόταις αρματωμέναις, για να πάρουν στην αυθεντεία τους τα μέρη».
Πράγματι, ο δεσπότης Θεόδωρος πούλησε το 1402 στους Φραγκοπαπάδες (τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου) τα Σάλωνα με τους οποίους είχε ήδη αρκετές δοσοληψίες εδαφών.
Η πώληση των Σαλώνων στους Ιωαννίτες έγινε αποδεκτή και από τους Τούρκους με τη συμφωνία της Καλλίπολης το 1403. Όμως, οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη που έφτασαν στην περιοχή το 1404, δεν έγιναν δεκτοί από τους ντόπιους και αναγκάστηκαν να φύγουν μέσα σε λίγους μήνες.
Μετά την αποχώρηση των Ιωαννιτών, φαίνεται ότι υπήρξε ένα κενό εξουσίας για λίγα χρόνια. Τελικά οι Τούρκοι επέστρεψαν το 1410, οπότε άρχισε η περίοδος της Τουρκοκρατίας για τα Σάλωνα.
Νεότεροι χρόνοι
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έγιναν διάφορες εξεγέρσεις στην περιοχή της Παρνασσίδας, με κυριότερη αυτή του 1687, όταν ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος και ο αρματωλός Κούρμας απελευθέρωσαν την περιοχή η οποία τέθηκε, τυπικά, υπό την επικυριαρχία των Ενετών. (Ήταν η εποχή του Έκτου Ενετοτουρκικού πολέμου και ανάλογα περιστατικά είχαν σημειωθεί σε πολλλές περιοχές, ιδίως σε Αιτωλοακαρνανία και Πελοπόννησο, με την υποστήριξη των Ενετών.) Αυτό κράτησε μέχρι το 1698 οπότε οι Τούρκοι επέστρεψαν.
Κατά την Επανάσταση του '21, τα Σάλωνα έγιναν το επίκεντρο του ξεσηκωμού στη Ρούμελη λόγω της γειτνίασης με τα γύρω βουνά όπου δρούσαν πολλοί κλέφτες. Το Πάσχα του ‘21, ο Πανουργιάς, επικεφαλής των Ελλήνων αγωνιστών, πάτησε το κάστρο και η φρουρά των 600 Τούρκων εξοντώθηκε. Τα Σάλωνα έγιναν το πρώτο κάστρο που έπεσε σε ελληνικά χέρια.
Το 1825 οι Τούρκοι ανακατέλαβαν ξανά τα Σάλωνα, για μερικούς μήνες, ενώ το ίδιο συνέβη και το 1826, από τον Κιουταχή. Τη δεύτερη φορά, κράτησαν την πόλη μέχρι το 1829, οπότε την παρέδωσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το κάστρο βρίσκεται σε έναν πευκόφυτο λόφο στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης της Άμφισσας. Καταλαμβάνει μια έκταση 18 στρεμμάτων εντός οχυρωματικού περιβόλου ακανόνιστης κάτοψης, που σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους. Η εξωτερική περίμετρος του περιβόλου είναι περίπου 570 μέτρα.
Στο κάστρο συνυπάρχουν διάφορες οικοδομικές φάσεις που ξεκινούν από την Κλασική Αρχαιότητα και φτάνουν μέχρι την Τουρκοκρατία. Χοντρικά, διακρίνονται τρεις τρόποι δόμησης:
1. Χρήση αυτούσιων αρχαίων ελληνικών κατασκευών.
2. Σκύλευση και επαναχρησιμοποίηση των αρχαίων υλικών με πρόσθετη ύλη, μικρές πέτρες ή κεραμίδια και συνδετικό κονίαμα.
3. Αμιγώς μεσαιωνική δόμηση, δηλαδή με χρήση λίθων, κεραμιδιών, τούβλων και ασβεστοκονιάματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες πλευρές του βράχου υπάρχουν ίχνη λατόμευσης. Αυτό σημαίνει ότι οι πέτρες με τις οποίες χτίστηκε το κάστρο προήλθαν από τον ίδιο τον βράχο. Η λατόμευση έπαιξε ρόλο και στην αμυντική διαμόρφωση του βράχου.
Όπως παρατηρείται και σε άλλα κάστρα που είναι κτισμένα επάνω σε αρχαίες κατασκευές, τα αρχαιοελληνικά τμήματα υπερέχουν σε στατική αντοχή και αισθητική των υπολοίπων αν και είναι σχεδόν 1000 χρόνια παλιότερα.
Το κάστρο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο άνω περίβολο ή πάνω πλάτωμα και στον κάτω περίβολο ή κάτω πλάτωμα ή ακροπύργιο.
Τα δύο πλατώματα έχουν μικρή υψομετρική διαφορά μεταξύ τους, 2-3 μέτρα, και χωρίζονται από ένα εσωτερικό εγκάρσιο τείχος (φωτο 20-23)
Κάτω Περίβολος
Το κάτω κάστρο έχει σχεδόν σχήμα τριγωνικό, έκταση 15,5 στρεμμάτων και περίμετρο 460 μ. Διαθέτει τέσσερις πύργους-προμαχώνες (βλ. ΚΑΤΟΨΗ). Είναι προσπελάσιμο από δυο σημεία: από τη δυτική πύλη που είναι και η κύρια πύλη του κάστρου (φωτο 3) και από μια δίοδο στη ΒΑ πλευρά που ενώνει το κάστρο με τη σημερινή πόλη με σκαλοπάτια.
Στο εσωτερικό του κάτω περιβόλου δεν υπάρχουν κτίσματα.
Η κύρια πύλη του κάστρου είναι τοποθετημένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε για να την πλησιάσει κανείς πρέπει να βαδίσει παράλληλα στο τείχος εκτεθειμένος στους αμυνόμενους επί 60 μέτρα.
Σε αυτή τη μεριά του κάστρου της Άμφισσας διακρίνονται πιο καλά οι διάφορες οικοδομικές φάσεις. Εδώ βρίσκεται ο νοτιοδυτικός προμαχώνας (φωτο 4, σημείο 3 στην ΚΑΤΟΨΗ), το πρώτο μέρος του κάστρου που συναντάμε πριν την είσοδο, κατασκευασμένος από αρχαίους πολυγωνικούς λίθους σε δεύτερη χρήση, με μεσαιωνική τοιχοποιία πιο πάνω και ένα πολυβολείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην κορυφή.
Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα τμήματα της αρχαίας φάσης είναι ένα τείχος μήκους 32 µ. περίπου μετά τον ΝΔ προμαχώνα, κατασκευασμένο κατά το ψευδοϊσόδοµο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης (φωτο 5). Μετά από αυτό το τείχος συνεχίζεται με ένα τμήμα καλής τοιχοδοµίας µε ψευδοϊσόδοµη τοιχοποιία στο κατώτερο μέρος σε ύψος 7 δόμων και μεσαιωνική κατασκευή πιο πάνω (φωτο 6).
Στο σημείο αυτό, κοντά στην πύλη, διατηρείται ένας μεγάλος ορθογώνιος πύργος ύψους 12,5 μέτρων (φωτο 6,7,8,43). Ο ορθογώνιος αυτός πύργος, γνωστός και ως «φράγκικη εκκλησιά», είναι από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του κάστρου, και παλιότερα, όταν δεν υπήρχαν πεύκα, δέσποζε στον λόφο.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα τείχη του κάτω περιβόλου, η δυτική και βορειοδυτική πλευρά, βόρεια από την είσοδο, έχει, γενικά, ευθύγραμμα τείχη και διαθέτει μεσαιωνική τοιχοποιία (φωτο 9,12). Καταλήγει στα βορειοδυτικά σε έναν προμαχώνα (φωτο 11, σημείο 6 στην ΚΑΤΟΨΗ) η πρόσβαση στον οποίο γίνεται από μια λιθόστρωτη ράμπα (φωτο 9,10), που κατά πάσα πιθανότητα προστέθηκε επί Τουρκοκρατίας.
Στην ανατολική πλευρά του κάτω περιβόλου, ανατολικά από τον ΝΔ προμαχώνα, το ύψος του τείχους σπάνια υπερβαίνει το ύψος τους εδάφους στο εσωτερικό. Το ύψος φτάνει εξωτερικά τα 10μ. αλλά μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως τοίχος αντιστήριξης. Πολλά σημεία του τείχους είναι κατεστραμμένα σε αυτήν την πλευρά, λόγω κατολισθήσεων.
Άνω Περίβολος ή Ακροπύργιο
Ο άνω περίβολος, με περίμετρο 250μ. (μαζί με το εσωτερικό εγκάρσιο τείχος) σε μακρόστενη κάτοψη (μήκος 115μ. και πλάτος έως 40µ.), με έκταση γύρω στα 2,5 στρέμματα, βρίσκεται στο βορειοανατολικό απόκρημνο μέρος του λόφου. Εδώ βρισκόταν η ακρόπολη του κάστρου και πιθανότατα το διοικητικό κέντρο και η κατοικία του άρχοντα.
Όπως αναφέρθηκε, ο άνω περίβολος χωρίζεται από τον κάτω με εγκάρσιο εσωτερικό τείχος. Οι υπόλοιπες -εξωτερικές- πλευρές του ακροπυργίου έχουν ισχυρά τείχη στα βορειοδυτικά και στα νοτιοανατολικά, ενώ στο υπόλοιπο κομμάτι, τα τείχη δεν είναι τόσο επιμελημένα, επειδή εδράζονται στον απόκρημνο βράχο που εξασφαλίζει φυσική προστασία.
Στο πάνω κάστρο υπάρχουν ερείπια δύο τετράγωνων και δύο κυκλικών πύργων καθώς και ερείπια διαφόρων άλλων κτιρίων. Επίσης υπάρχουν και δύο δεξαμενές.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κτίσματα στο ακροπύργιο είναι ένα επίμηκες κτίριο που περιγράφεται και ως «παλάτι» (φωτο 26-29) που πιθανόν να ταυτίζεται με το παλάτι του κόμη των Σαλώνων.
H είσοδος στο Aκροπύργιο γίνεται από τον κάτω περίβολο μέσω μιας χαμηλής πυλίδας (φωτο 16-18) στην ανατολική πλευρά του εγκαρσίου τείχους, ενώ στη δυτική πλευρά υπάρχει ένα δεύτερο πολύ μικρότερο άνοιγμα που στη βιβλιογραφία περιγράφεται ως «μυστική δίοδος» (φωτο 20). Η ανατολική πυλίδα είναι κτισμένη με ογκόλιθους μεγάλων διαστάσεων και πιστεύεται ότι έμεινε η ίδια από την αρχαιότητα.
Στη δυτική πλευρά του άνω περιβόλου δεσπόζει ο μισογκρεμισμένος κυκλικός πύργος που προφανώς ήταν πύργος κατόπτευσης (φωτο 31-34, σημείο 10 στην ΚΑΤΟΨΗ). Η τοιχοποιία του αποτελείται από αργολιθοδοµή µε συνδετικό κονίαµα και στη βάση του ενισχύεται με ογκώδη αντηρίδα.
Ένας ακόμη ερειπωμένος πύργος, σε χαμηλό ύψος, βρίσκεται σφηνωμένος ανάμεσα σε δύο πολυβολεία του Β’ ΠΠ στη βορειοδυτική πλευρά του ακροπυργίου (φωτο 38, σημείο 11 στην ΚΑΤΟΨΗ).
Το ΒΑ τμήμα του άνω περιβόλου υπάρχει κατακόρυφος βράχος που ονομάζεται «το πήδημα της Βασιλοπούλας», όπου η Βασιλοπούλα λογικά ήταν η Μαρία Φαντρίκ.
Στη βόρεια πλευρά του άνω περιβόλου βρίσκεται ένα ενδιαφέρον διώροφο κτίσμα με επιμελημένη κατασκευή που εδράζεται σε αρχαίο πύργο (φωτο 35-37). Περιγράφεται ως προμαχώνας, αλλά η χρήση του είναι ασαφής, το ίδιο και η χρονολόγησή του. Στην κορυφή του έχει κατασκευαστεί πολυβολείο.
Αρχαία Τείχη
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε ότι εκτός από την οχύρωση του κάστρου επάνω στον λόφο, στην Άμφισσα σώζονται και τμήματα του αρχαίου τείχους Τα ισχυρά τείχη της πόλης ξεκινούσαν από την ακρόπολη σε δύο βραχίονες που
ακολουθούν τις διακυµάνσεις του εδάφους και περιέκλειαν την πόλη. Η εντός των τειχών έκταση ήταν περίπου 305 στρέµματα, ενώ η περίμετρος των τειχών ίσως έφτανε τα 2,5 χιλιόμετρα.
Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα με το ισόδομο/ ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης.
Αξιόλογα τµήματα του τείχους έχουν αποκαλυφθεί σε σωστικές ανασκαφές στις οδούς Φρουρίου, Επισκόπου Φιλοθέου, Γιαγτζή, Μαρκίδου, Ποσειδώνος, Πανουργιά, Υλαίθου, Πετώνη, Αγίου Γεωργίου, Σαλώνων, Δελµούζου.
Ορισµένα από αυτά διατηρούνται ορατά και επισκέψιµα σε υπόγειους χώρους ή σε ιδιωτικά οικόπεδα. Υπάρχουν και λίγα τμήματα ενσωματωμένα σε νεώτερες κατοικίες.
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Οκτώβριος 2012 | Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών: | Μάιος 2023 | Τελευταία προσθήκη οπτικού υλικού | Μάιος 2023 |
Πηγές
- Γιώργος Κωστόπουλος, επιτόπια έρευνα, τεκμηρίωση και φωτογραφίες 3-42, 47 (Νοέμβριος 2022)
- Καραβέντζας Θωμάς, Δάσκαλος, ιστοσελίδα ΚΠΕ Άμφισσας - TO KΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΣΑΛΩΝΩΝ
- Antoine Bon, 1937. Forteresses médiévales de la Grèce centrale, Bulletin de Correspondance Hellénique 61, 164-186.
- Ιωάννης Θ. Σφηκόπουλος, Μεσαιωνικά κάστρα και πύργοι στη Ρούµελη, Αθήναι, 1981.
- Website 2steps.gr - Κάστρο Άμφισσας, Φωκίδα
- Μαρία-Φωτεινή Παπακωνσταντίνου, ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑ∆ΕΙΞΗΣ ΤΟΥ, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου «Το κάστρο των Σαλώνων (Άμφισσας)-Ιστορική Διαδρομή-Δυνατότητες και Προοπτοκές Ανάπτυξης», Άμφισσα 2014, σελ.19-32
- Γιώργος Πάλλης, ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑ∆Α ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου «Το κάστρο των Σαλώνων (Άμφισσας)-Ιστορική Διαδρομή-Δυνατότητες και Προοπτοκές Ανάπτυξης», Άμφισσα 2014, σελ.65-73
- Ανθούλα Τσαρούχα, Η ΑΡΧΑΙΑ ΑΜΦΙΣΣΑ ΚΑΙ Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου «Το κάστρο των Σαλώνων (Άμφισσας)-Ιστορική Διαδρομή-Δυνατότητες και Προοπτοκές Ανάπτυξης», Άμφισσα 2014, σελ.36-45
- Ουΐλλιαμ Μίλλερ, 1909, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, μετά προσθηκών και βελτιώσεων, Εν Αθήναις Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, 1909-1910, τόμος Β’, σελ.21-24
- Σπύρος Λάμπρου, Ο τελευταίος κόμης των Σαλώνων, Εν Αθήναις 1870 (θεατρικό δράμα)
- Ρουβιό υ Λιούκ Α., 1912. Περί των καταλανικών φρουρίων της ηπειρωτικής Ελλάδος (µτφρ. Μαυράκη Γ.Ν.), εν Αθήναις
- Βικιθήκη - Χρονικό του Γαλαξειδίου, Διά χειρός Ευθυμίου ιερομονάχου, 1703 (Μετά προλεγομένων και άλλων ιστορικών σημειώσεων Κωνσταντίνου Ν. Σάθα)
- Λαόνικος Χαλκοκονδύλης - Αποδείξεις Ιστοριών Α’
Τα δικά σας σχόλια:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
My "other" sites: | |
---|---|
byzantium.gr |
gnomikologikon.gr |
geogreece.gr |
best-quotations.com |
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
Πρόσβαση είτε πεζή από το μονοπάτι που φτάνει στα ΝΑ του κάστρου είτε με το αυτοκίνητο πάνω από την συνοικία της Χάρμαινας ακολουθώντας την οδό Φρουρίου. |
Είσοδος: |
Η είσοδος είναι ελεύθερη καθώς το κάστρο δεν είναι οργανωμένο αλλα λειτουργεί σαν περιαστικό πάρκο. |
Χρονολόγιο |
---|
|
Γειτονικά Κάστρα |
---|
Πύργος Αμφίκλειας |
Κάστρο στα Καστέλλια |
Πύργος Κίρρας |
Πύργος Λιλαίας |
Πύργος Μανταμίων Πολυδρόσου |
Πύργος Τολοφώνος |
Κάστρο του Βελούχοβου |