Καστρολογοσ

Κάστρα της Ελλάδας
 

Χώρα, Δήμος Σκύρου, Νομός Εύβοιας,Στερεά Ελλάδα

Κάστρο Σκύρου

  
★ ★ ★ ★ ★
 <  1053 / 1119  > 
  • Φωτογραφιες
  • Δορυφορικη
  •   Χαρτης  
  •  Κατοψη 
  •  Απεικόνιση 


Τοποθεσία:
Χώρα Σκύρου
Περιφέρεια > Νομός: Greek Map
Στερεά Ελλάδα
Ν.Εύβοιας
Δήμος > Πόλη ή Χωριό:
Δ.Σκύρου
• Χώρα
Υψόμετρο:
Υψόμετρο ≈ 179 m 
Χρόνος Κατασκευής  Προέλευση
Σε διάφορες περιόδους  
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
H 
Τύπος Κάστρου  Κατάσταση
Νησιώτικο Καστέλι  
Οχι Καλη
 
 
 
 
 
 
 

Στο ψηλότερο σημείο της Χώρας της Σκύρου σε έναν απόκρημνο βράχο ύψους 179 μέτρων πάνω από την απεραντοσύνη του Αιγαίου, βρίσκεται το Κάστρο της Σκύρου.


Ιστορία

Ο βράχος υπήρξε το κέντρο του νησιού από τους προϊστορικούς χρόνους.
Εδώ ήταν η αρχαία ακρόπολη και η έδρα του βασιλιά Λυκομήδη. Στη θέση «Σπηλιά Ανδριώτη», κάτω από το κάστρο, σκοτώθηκε από τον Λυκομήδη ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας. Εδώ κρύφτηκε ο Αχιλλέας ντυμένος γυναίκα προσπαθώντας να αποφύγει τον Τρωικό πόλεμο.

Το 475 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Κίμων κατέλαβε τη Σκύρο την οποία οι Δόλοπες (προελληνική φυλή) την είχαν κάνει ορμητήριο για τις πειρατικές τους επιδρομές. Ο Κίμων έδιωξε τους πειρατές και μετέφερε στο νησί Αθηναίους αποίκους. Σε εκείνη την εκστρατεία είχε βρει τα οστά και τα όπλα του Θησέα, τα οποία έφερε στην Αθήνα, όπου για τη στέγασή τους ιδρύθηκε το Θησείον.

Από τα μέσα του 9ου αιώνα η Σκύρος ανήκε στο Θέμα Αιγαίου Πελάγους. Την ίδια περίπου εποχή χρησίμευε και ως τόπος εξορίας. (Αυτό τεκμαίρεται από μία περίπτωση: το 821 ο στρατηγός Γρηγόριος που συμμετείχε στην ομάδα συνωμοτών που δολοφόνησε τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο εξορίστηκε στη Σκύρο από τον Μιχαήλ Β’ τον Ψελλό [820-829]. Στην ουσία επρόκειτο για ποινή-χάδι, καθώς ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ο Μιχαήλ Β’.)

Τον 8ο και τον 9ο μ.Χ. αιώνα η Σκύρος υπέφερε από τις επιδρομές των Σαρακηνών με αποκορύφωμα τη λεηλασία του έτους 900, οπότε μάλλον πρέπει να κυριεύθηκε και το κάστρο.

Μια ιστορική στιγμή για τη Σκύρο και το κάστρο της υπήρξε η ίδρυση του Επισκοπικού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου περί το 895 μ.Χ. Από την αρχή και μέχρι τον 19ο αιώνα, η Επισκοπή Σκύρου υπαγόταν στη Μητρόπολη Αθηνών.
Ο ναός, που ήταν και η έδρα του επισκόπου, βρίσκεται επάνω στο κάστρο. Ήταν για πολλά χρόνια κατεστραμμένος αλλά πρόσφατα έχει αναστηλωθεί μερικώς.

Ένα άλλο ορόσημο υπήρξε η ίδρυση της Μονής Αγίου Γεωργίου, γνωστής ως ο Αΐ-Γιώργης ο Επανωτός, στην κάτω πλευρά του κάστρου.
Σύμφωνα με την παράδοση, το έτος 958, κατά την εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, ο βυζαντινός στόλος κατέφυγε στη Σκύρο λόγω θαλασσοταραχής. Τον Φωκά συνόδευε ο πνευματικός του, ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Ο μετέπειτα αυτοκράτορας έκανε τάμα ότι αν έπαιρνε την Κρήτη θα έκανε ένα μοναστήρι στη Σκύρο αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, η εικόνα του οποίου είχε μεταφερθεί μετά από μια σειρά θαυμάτων στη Σκύρο την εποχή της Εικονομαχίας.
Η ανακατάληψη της Κρήτης ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 963 και ο Φωκάς εκπλήρωσε το τάμα του. Ο Όσιος Αθανάσιος έμεινε για λίγο στη Σκύρο και ίδρυσε με την υποστήριξη του Φωκά τη Μονή Αγίου Γεωργίου στο κάστρο, πριν φύγει για το Άγιο Όρος όπου ίδρυσε, την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (το 963).
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ιστορία μάλλον δεν ισχύει και είναι μεταγενέστερη επινόοηση. Το πιο πιθανό είναι ότι ένας ναός αφιερωμένος στον Αΐ-Γιώργη πρωτοεμφανίστηκε στον βράχο του κάστρου αρκετά αργότερα, τον 11ο αιώνα, και εξελίχθηκε σε ξακουστό και πλούσιο μοναστήρι. Το 1289, με απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινοπόλεως Αθανασίου Α’, ο Αΐ-Γιώργης ο Επανωτός παραχωρήθηκε στη Μονή Αγίας Λαύρας. Αυτή είναι η πρώτη ιστορική αναφορά για το μοναστήρι στο κάστρο. (Υπάρχει μια άποψη ότι μετόχι της Λαύρας έγινε το 1446, αλλά πρόκειται για λάθος επειδή παλιότεροι σκυριανοί μελετητές μπέρδευαν τους πατριάρχες.)

Ο Άγιος Γεώργιος είναι ο πολιούχος της Σκύρου. Μάλιστα, σε ενετικά έγγραφα και χάρτες η Σκύρος αναφέρεται σαν Isola San Giorgio (νησί του Αγίου Γεωργίου).
Σημειωτεόν ότι η Μονή δεν υπαγόταν στην Επισκοπή Σκύρου και συνήθως υπήρχαν προβλήματα μεαξύ τους.

Στις αρχές του 13ου αιώνα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους (1204) και μέσα στη χαώδη κατάσταση που επακολούθησε, διαφοροι Λατίνοι τυχοδιώκτες (κυρίως Ενετοί) ενέσκηψαν στα νησιά του Αιγαίου με στόχο να αρπάξουν βυζαντινά εδάφη και να κατοχυρώσουν ιδιοκτησίες θέλοντας να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Μάρκου Σανούδου που είχε αρπάξει τη Νάξο και άλλα κυκλαδίτικα νησιά.
Τη Σκύρο κατέλαβε το 1207 ο Ενετός Ιερεμίας Γκίζι (Geremia Ghisi) ο οποίος πήρε επίσης τη Σκιάθο και τη Σκόπελο. (Ο αδερφός του Ανδρέας Γκίζι πήρε Τήνο και Μύκονο.)

Η Σκύρος παρέμεινε στη δικαιοδοσία της οικογενείας Γκίζι και της Βενετίας μέχρι το 1277. Τη χρονιά εκείνη ο Λομβαρδός ιππότης Λικάριο (από την Κάρυστο) κατέλαβε για λογαριασμό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τη Σκύρο και πολλά άλλα νησιά.
Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε η περίοδος των Γκίζι, και η Σκύρος έγινε για δύο δεκαετίες βυζαντινή.

Το 1299 η Σκύρος κατελήφθη από τον ενετικό στόλο. Εκείνη την εποχή, Βενετία και Βυζάντιο βρίσκονταν σε πόλεμο λόγω της σφαγής των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη το 1296.
Δεν είναι ξεκάθαρο ποιο ήταν το καθεστώς στη Σκύρο τις επόμενες δεκαετίες, παρά τις συνθήκες ειρήνης μεταξύ Βενετίας-Κωνσταντινούπολης το 1302 και το 1310. Η Σκύρος ήταν πιθανότατα υπό τον (άτυπο;) έλεγχο των Ενετών υπαγόμενη στον Ενετό βάιλο της Χαλκίδας. Αυτή η υποψία ενισχύεται από το γεγονός ότι το 1315 μαρτυρείται για πρώτη και μοναδική φορά στα χρονικά η παρουσία Καθολικού επισκόπου στη Σκύρο, του Ugulinus de Auximo.

Το 1354 ο Δούκας της Νάξου Ιωάννης Α’ Σανούδος (1341-1361) διαχείμασε στη Σκύρο επιστρέφοντας από την 3ετή αιχμαλωσία του από τους Γενοβέζους που είχαν καταλάβει το 1351 τη Νάξο. Είναι φανερό πως εκείνη την εποχή η Σκύρος ήταν υπό ενετικό έλεγχο.
Αργότερα, τη δεκαετία του 1370, ο 9ος Δούκας της Νάξου Νικολό Κάρτσερι (Niccolὸ III dalle Carceri, 1371-1383), γνωστός και ως Δαλλεκάρτσερης, έκανε επεμβάσεις και τροποποιήσεις στην οχύρωση του κάστρου, το οποίο από τότε πήρε την τελική του μορφή (περίπου). Ας σημειωθεί ότι ο Δαλλεκάρτσερης ενήργησε σε αυτήν την περίπτωση όχι με την ιδιότητά του ως Δούκας Αρχιπελάγους (τίτλο που κληρονόμησε από τον πεθερό του) αλλά ως τριτημόριος της Εύβοιας, διότι από τον πατέρα του είχε κληρονομήσει τα 2/3 της Εύβοιας (όπου υπαγόταν η Σκύρος).

Το 1390, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατασκεύασαν ένα στόλο 60 πλοίων και ο σουλτάνος Βαγιαζήτ τον αμόλησε στο Αιγαίο. Ήταν η πρώτη φορά που οι Οθωμανοί εμφανίστηκαν απειλητικοί και στη θάλασσα. Κατόρθωσαν να διώξουν τους Ενετούς και να καταλάβουν πολλά νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και τη Σκύρο.

Το 1403 με τη συνθήκη της Καλλίπολης, όταν οι Τούρκοι, λόγω του εμφυλίου πολέμου διαδοχής του σουλτάνου, έδωσαν πίσω μερικά εδάφη στον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, η Σκύρος επεστράφη στο Βυζάντιο και για τα επόμενα 50 χρόνια παρέμεινε –τυπικά– βυζαντινή κτήση. Πάντως το νησί είχε σχεδόν ερημώσει λόγω των πειρατικών επιδρομών που συνεχίστηκαν και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα.
Η περίοδος αυτή τελείωσε με την άλωση του 1453.

Το 1454 η Βενετία, μετά από αίτημα των κατοίκων, προσάρτησε τη Σκύρο.

Σε όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο, τα μεσαιωνικά και τα μετα-μεσαιωνικά χρόνια αλλά και αργότερα μέχρι το 19ο αιώνα, το κάστρο ήταν πάντα το καταφύγιο των κατοίκων που όλοι τους είχαν και ένα δεύτερο νοικοκυριό μέσα στο κάστρο.

Το 1538 όταν –για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά– ο Τούρκος ναύαρχος-πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα σάρωσε τις ελληνικές θάλασσες σπέρνοντας τον τρόμο, η Σκύρος κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε. Η ενετική κυριαρχία έλαβε τέλος, αλλά φαίνεται πως οι Τούρκοι δεν έσπευσαν να επιβάλουν την εξουσία τους.

Αυτό προκύπτει και από ένα έγγραφο της Μονής Αγίου Γεωργίου του 1556 για μια υπόθεση καταπάτησης κτημάτων της, το οποίο υπογράφει ο ραίκτωρ «μισέρ» Κάρολος Γριμάλδης. Δεν αποκλείεται αυτός ο Grimaldi να ήταν κάποιος δυτικός στην υπηρεσία των Τούρκων, αλλά μάλλον συνέβη κάτι παρόμοιο που συνέβη στη Νάξο, όπου οι Ενετοί δούκες παρέμειναν ως υποτελείς των Τούρκων μέχρι το 1564 παρά τον όλεθρο του 1537.

Ουσιαστικά η Τουρκοκρατία άρχισε για τη Σκύρο μετά το 1570, όταν μαζί με 33 νησιά του Αιγαίου που εντάχθηκαν στο Εγιαλέτι των Νησιών της Άσπρης Θάλασσας, παραχωρήθηκε από τον σουλτάνο Μουράτ Γ’ (1574-1595) στον Καπουδάν Πασά (Αρχιναύαρχο). Οι νησιώτες έπρεπε να πληρώνουν φόρο, αλλά κατά τα άλλα είχαν σχετικές ελευθερίες και προνόμια.

Επί Τουρκοκρατίας υπήρξε κάποια οικοδομική δραστηριότητα στο κάστρο: Χτίστηκαν πολλά σπίτια (σαν δεύτερες κατοικίες κυρίως) και έγιναν κάποιες επισκευές στο τείχος. Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου ανακατασκευάστηκε πλήρως την περίοδο 1599-1602 από τον μοναχό Σωσίπατρο, σύμφωνα με επιγραφή δεξιά του καμπαναριού. Σταδιακά η μονή επεκτάθηκε για να καταλάβει σχεδόν όλο τον χώρο στο χαμηλότερο επίπεδο του κάστρου.
Τον 17ο και 18ο αιώνα έγιναν στη μονή μια σειρά από νέες παρεμβάσεις και προσθήκες που δείχνουν οικονομική ευρωστία.

Σε αντίθεση με άλλα νησιά, οι Σκυριανοί δεν διακρίθηκαν για τις επιδόσεις τους σε ναυτικές δραστηριότητες και ασχολήθηκαν περισσότερο με την κτηνοτροφία και την αμπελουργία. Επίσης αναπτύχθηκε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο η κεντητική και η ξυλογλυπτική, η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε τεχνογνωσία για τα φημισμένα σκυριανά έπιπλα.

Πολλοί ξένοι περιηγητές επισκέφτηκαν τη Σκύρο κατά καιρούς, με πρώτο τον Φλωρεντίνο Cristoforo Buondelmonti ο οποίος ταξίδεψε σε Αιγαίο και Κρήτη και έγραψε το Liber insularum Archipelagi το 1420. Ακολούθησαν και άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι, όπως οι Ιταλοί Bordone, Porcacchi και Rosaccioο (16ος αιών) και ο Ολλανδός Olfert Dapper (17ος αι.). Οι περιηγητές περιγράφουν ένα μέρος με λίγους και φτωχούς κατοίκους αλλά με εξαιρετικό κρασί και καλά τυριά.
Ο Ιησουίτης J.Sauger που ταξίδεψε μεταξύ 1680 και 1687 αφηγείται πως η τουρκική εξουσία στη Σκύρο περιορίζεται σε έναν καδή που τον κάνουν ό,τι θέλουν οι δημογέροντες. Ο ίδιος μεταφέρει εξωφρενικές ιστορίες μαγείας και δεισιδαιμονίας με επίκεντρο τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου.
Ο Γάλλος βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort επισκέφτηκε το νησί, το 1702 και κατέγραψε ότι υπήρχε ένας και μοναδικός οικισμός, κάτω από τον βράχο του κάστρου, η σημερινή Χώρα. Ο πληθυσμός ήταν 300 οικογένειες.
Το 1806 ο Άγγλος συνταγματάρχης William Leake αναφέρει ότι τα περισσότερα σπίτια στο κάστρο είναι εγκαταλειμμένα εκτός από το Επισκοπείο. Οι πλούσιοι όμως της Σκύρου διατηρούσαν ακόμα κάποια σπίτια στο κάστρο, που εκείνη την εποχή τα χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκες για να φυλάνε την κινητή περιουσία τους. Αναφέρει επίσης ότι οι 500 οικογένειες του νησιού πλήρωναν ετήσιο φόρο 20 πουγγιά στον δραγουμάνο του στόλου.

Η εξουσία των Οθωμανών διακόπηκε για λίγα χρόνια όταν ο ενετικός στόλος κατέλαβε το νησί κατά τη διάρκεια του Ε’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1645-1669). Διακόπηκε ξανά και στα Ορλωφικά (1770-1774), όταν ο Ρωσικός στόλος είχε κυνηγήσει τους Τούρκους από το Αιγαίο. Μια ρωσική μοίρα ναυλοχούσε εκείνη την περίοδο στη Σκύρο.

Το 1755 δημιουργήθηκε ένα σοβαρό θρησκευτικό ζήτημα καθώς οι εκδηλώσεις λατρείας της εικόνας του Αγίου Γεωργίου, ακόμα και από Τούρκους, είχαν πάρει σχεδόν παγανιστικό χαρακτήρα. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά από επιτόπια έρευνα απεσταλμένου του, απαγόρευσε τις λιτανείες στο νησί.

Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, η Σκύρος υπέφερε από τους Λιάπηδες (συμμορίες ενόπλων που παρά την ονομασία δεν ήταν αποκλειστικά Αρβανίτες) οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο νησί και με πρόσχημα τον απελευθερωτικό αγώνα απαιτούσαν από τους νησιώτες να τους ταΐζουν και να τους πληρώνουν. Ήταν μια περίοδος αναρχίας και ληστειών. Για να δοθεί λύση, το φθινόπωρο του 1826 κατέφθασε στη Σκύρο ο Ιωάννης Κωλέττης ως απεσταλμένος της νεοσύστατης ελληνικής κυβέρνησης και τοποθέτησε φρουρά και φρούραρχο στο κάστρο με αστυνομικά καθήκοντα. Τα προβλήματα συνεχίστηκαν και επί Καποδίστρια. Τελικά το νησί απελευθερώθηκε από Τούρκους και λοιπούς ληστοσυμμορίτες αλλά υπέφερε πολύ εκείνα τα χρόνια, ενώ για μεγάλο διάστημα οι κάτοικοι της Χώρας έμεναν μονίμως στο κάστρο.

Μετά από το τέλος εκείνων των γεγονότων, το κάστρο εγκαταλείφθηκε εντελώς. Το 1837 απεβίωσε ο τελευταίος επίσκοπος Σκύρου Γρηγόριος, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος μόνιμος κάτοικος του κάστρου. Διέμενε στο επισκοπείο που ήταν στο επάνω κάστρο και το οποίο καταστράφηκε από σεισμό το 1841.

Το 1834, στο πλαίσιο της (αντι)μοναστηριακής πολιτικής της Βαυαρικής αντιβασιλείας, καταργήθηκε η Μονή Αγίου Γεωργίου . Επαναλειτούργησε όμως το 1848, μετά από διαβήματα των κατοίκων.

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα στο επάνω επίπεδο του κάστρου σώζονταν πολλές κατοικίες οι οποίες γκρεμίστηκαν. Στο επάνω κάστρο έμεινε η μεγάλη στέρνα, τρία εκκλησάκια και τα ερείπια της επισκοπής.

Η πρόσβαση στο κάστρο και στο μοναστήρι για πολλά χρόνια δεν ήταν δυνατή λόγω εργασιών αποκατάστασης μετά τις ζημιές που σημειώθηκαν στο σεισμό του 2001. Πρόσφατα, το 2019, μετά το πέρας των εργασιών, επετράπησαν ξανά οι επισκέψεις στο κάστρο ενώ στο μοναστήρι από το 1215.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το κάστρο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση. Ένας από τους λόγους είναι ότι εδώ δεν έκαναν μεγάλες παρεμβάσεις οι Ενετοί (ούτε και οι Τούρκοι αργότερα) όπως σε άλλα κάστρα του Αιγαίου που διατηρούνται σχετικά καλύτερα.

Οι τρεις πλευρές του βράχου είναι απόκρημνες και σχεδόν κάθετες. Μία μόνο, η βορειοδυτική, είναι βατή και κατεβαίνει ομαλά στους χαμηλότερους λόφους όπου είναι χτισμένη η Χώρα.

Το μεσαιωνικό κάστρο αποτελείται από δύο επίπεδα. Το κυρίως κάστρο που είναι στο πλάτωμα της κορυφής του απότομου βράχου και ένα δεύτερο επίπεδο σε ένα μικρότερο πλάτωμα πιο χαμηλά, στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, όπου ήταν η είσοδος στο κάστρο και όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.

Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο που αφορά την αρχαία οχύρωση της Σκύρου. Τα αρχαία τείχη ήταν πολύ πιο χαμηλά, περιέβαλλαν τον βράχο και η αρχική περίμετρός τους περιέκλειε μεγάλο μέρος της σημερινής Χώρας. Κάποια υπολείμματα αυτού του τείχους είναι ακόμα ευδιάκριτα. Πιο ευδιάκριτοι είναι 4 αρχαίοι πύργοι.

Πιο συγκεκριμένα:

1. Επάνω επίπεδο – Κορυφή του κάστρου
Το πλάτωμα της κορυφής, στο επάνω επίπεδο, έχει έκταση 10 στρεμμάτων με περίμετρο οχύρωσης 410 μέτρα περίπου. Τα τείχη σώζονται σχεδόν σε όλη την περίμετρο, αν και όχι σε καλή κατάσταση. Ο περίβολος κάνει πολλά ζικ-ζακ επειδή ακολουθεί το περίγραμμα της άκρης του βράχου. Το ύψος των τειχών σήμερα (αλλά ενδεχομένως ανέκαθεν) δεν υπερβαίνει κατά πολύ τη στάθμη του εδάφους στο εσωτερικό.
Στην τειχοποιία παρατηρούνται 3 διαφορετικές φάσεις (η μία πάνω στην άλλη): η πρώτη αποτελείται από κατεργασμένους λίθους και τούβλα με συγκολλητικό ασβεστοκονίαμα· ανήκει στη βυζαντινή περίοδο. Η δεύτερη αποτελείται από μικρότερες πέτρες με πολύ κονίαμα και εξωτερικό επίχρισμα· ανήκει στην ενετική περίοδο του 14ου αιώνα. Η τρίτη φάση είναι σχεδόν ξερολιθιά με ακατέργαστες πέτρες και με χρήση για επίχρισμα του τοπικού σκούρου κονιάματος (μελαγκί)· αφορά πρόχειρες επισκευές και προσθήκες που έγιναν από τον 16ο αιώνα και μετά.
Επιπλέον, η ανατολική πλευρά του επάνω κάστρου στηρίζεται εν μέρει σε αρχαίο τείχος πάνω στο οποίο στηρίζεται ένα ρωμαϊκό. Ίχνη της αρχαίας οχύρωσης παρατηρούνται και στη νότια πλευρά. Εκεί, σε κάποια σημεία, το μεσαιωνικό τείχος έχει χτιστεί κανα δυο μέτρα πιο μέσα από το αρχαίο, προφανώς επειδή ο βράχος είχε υποχωρήσει λόγω κατολισθήσεων.
Στην τειχοποιία όλων των εποχών έχει χρησιμοποιηθεί η καφέ πέτρα του βράχου, που σημαίνει ότι οι παλιοί χτίστες λατόμευσαν τον βράχο για να κατασκευάσουν την οχύρωσή του. Στις μεσαιωνικές φάσεις έχει χρησιμοποιηθεί και οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση (το έχουν πάρει από το αρχαίο τείχος) ενώ έχουν ενσωματωθεί και λίγα spolia.

Στο ψηλότερο σημείο, σώζεται κτίριο, χωρίς είσοδο και παράθυρα, που ονομάζεται «σκοτεινή φυλακή» (φωτο 8). Είναι το πιο διακριτό κτίσμα στο κάστρο με διαστάσεις 15,0✖9,5μ., μέγιστο ύψος 7μ. και χοντρούς τοίχους, πάχους 1,6 με 2μ. Εσωτερικά έχει δύο θολωτούς χώρους με επίχρισμα στους τοίχους και κλίση στο δάπεδο για απορροή του νερού. Το όνομά του υπονοεί ότι ήταν φυλακή, αλλά σίγουρα πρόκειται για δεξαμενή. Τούτου λεχθέντος η ασυνήθιστη θέση στο ανώτατο σημείο του βράχου, καθώς και η ογκώδης και στιβαρή κατασκευή δείχνουν πως, πιθανότατα, το οικοδόμημα ήταν αρχικά πύργος ο οποίος υπέστη τροποποιήσεις όταν κατέρρευσαν οι επάνω όροφοι, και μετά από κάποια εποχή (ίσως τον 16 αιώνα), χρησιμοποιήθηκε για δεξαμενή.
Στο κάστρο υπάρχουν άλλες δύο δεξαμενές. Η μία ενσωματωμένη στο δυτικό τείχος διαστάσεων 8✖6μ. Σχεδόν κατεστραμμένη σήμερα. Φαίνεται ότι ήταν το ισόγειο πύργου (φαίνεται και στην κάτοψη του Coronelli). Η τρίτη δεξαμενή έχει διαστάσεις 9,7✖4,0μ. και είναι στην ανατολική πλαγιά, έξω από τα τείχη.
Στη βόρεια άκρη της οχύρωσης της κορυφής διακρίνονται τα θεμέλια ενός κτίσματος με χοντρούς τοίχους που μάλλον ήταν ο βόρειος πύργος που απεικονίζεται στην κάτοψη του Coronneli (17ος αι., βλ. ανωτέρω την ΚΑΤΟΨΗ). Επίσης στη νότια πλευρά σώζεται μικρός προμαχώνας διαστάσεων 5✖5μ, που επίσης φαίνεται στην κάτοψη του 17ου αιώνα. Το επάνω κάστρο είχε τη δική του πύλη στη δυτική του πλευρά, όπου οδηγούσε το μονοπάτι από το μοναστήρι. Η πύλη αυτή προστατευόταν από πύργο. Η πύλη και ο πύργος της δεν σώζονται πλέον. Κατέρρευσαν (από σεισμό;) σχετικά πρόσφατα. Σώζονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους. Το σημερινό πλακόστρωτο από το μοναστήρι προς το επάνω κάστρο βγάζει σε άλλο σημείο, επειδή το σημείο της καταστραφείσης πύλης είναι φραγμένο από μπάζα.

πύλη
η χαμένη πύλη

Στο επάνω κάστρο σώζονται τα ερείπια της επισκοπής που ήταν κατοικία του Επισκόπου και ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου (φωτο 9, 10). Το Επισκοπείο κατοικούνταν μέχρι το 1837. Το 1841 καταστράφηκε από σεισμό. Τελευταία γίνονται εργασίες αναστήλωσης.
Στο επάνω κάστρο υπάρχουν και 3 νεώτερα εκκλησάκια. Τα δύο απ’ αυτά βρίσκονται στο κέντρο, δίπλα στη «φυλακή», και το τρίτο λίγο πιο μακριά και χαμηλά, στη νότια πλευρά. Τα εκκλησάκια είναι ό,τι απέμεινε από τον μεταβυζαντινό οικισμό που ισοπεδώθηκε τον 20ο αιώνα.

2. Κατώτερο επίπεδο του κάστρου
Το δεύτερο, πιο χαμηλό, επίπεδο του κάστρου είναι ένα μικρό τριγωνικό πλάτωμα με έκταση μικρότερη από στρέμμα, η οποία σήμερα καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη από το συγκρότημα της Μονής του Αγίου Γεωργίου. Στο βόρειο άκρο του πλατώματος βρισκόταν η κύρια πύλη του κάστρου (η «Πανώπορτα» ή «Σιδερόπορτα»), η οποία προστατευόταν από ισχυρή οχύρωση. Το πλάτωμα αυτό καλυπτόταν αμυντικά και από τείχος στη δυτική πλευρά του, που ανηφόριζε μέχρι τη δευτερεύουσα πύλη στο επάνω κάστρο. Το δυτικό κάτω τείχος δεν υπάρχει πια (το έφαγε η επέκταση του μοναστηριού), αλλά η οχύρωση της πύλης που ενσωματώνει πύργο και νεώτερους χώρους, σε μια κάτοψη που διαγράφει τεθλασμένη γραμμή μήκους 30 μέτρων περίπου, σώζεται σε μεγάλο ύψος (φωτο 5, 10).
Πάνω από την πύλη διασώζεται επιγραφή:«Δια του Σεβαστού Γεωργίου του Χαιτέλη». Ο τίτλος Σεβαστός δείχνει ότι ο Χαιτέλης ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος του 11ου ή του 12ου αιώνα.
Πιο πάνω έχει εντοιχιστεί ανάγλυφο με το σύμβολο της Βενετίας, το Λιοντάρι (φωτο 7).
Η τεθλασμένη οχύρωση της Πανώπορτας δίνει την εντύπωση σήμερα ότι είναι η πρόσοψη του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου, αλλά αρχικά το μοναστήρι ήταν πολύ μικρότερο και η εν λόγω οχύρωση είχε κατασκευαστεί ανεξάρτητα από αυτό.
Το κάτω μέρος της οχύρωσης της πύλης έχει βυζαντινή τοιχοποιία, ενώ το επάνω μέρος έχει προσθήκες και ίχνη επισκευών που έγιναν τα νεώτερα χρόνια, ίσως από τον 17ο αιώνα και μετά. Στην τοιχοποιία βλέπουμε μεγάλες πέτρες με συνδετικό κονίαμα και πλινθία μέχρι το δεύτερο όροφο ενώ στον τρίτο (που είναι η μεταμεσαιωνική προσθήκη) βλέπουμε έναν τοίχο από μικρές πέτρες, χωρίς τούβλα και με μεγάλα παράθυρα (κάτι απαγορευτικό σε μεσαιωνικούς πύργους). Πέρα από τις μεταβυζαντινές επεμβάσεις, στην αρχική του μορφή ο πύργος της πύλης πρέπει να ήταν τουλάχιστον έναν όροφο ψηλότερος, όπως προκύπτει και από παλιότερες απεικονίσεις. Στο χαρακτικό του Gouffler (1776, βλ. ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ) το οχυρωματικό συγκρότημα της πύλης φαίνεται πολύ πιο επιβλητικό από το ίδιο το κάστρο!

Περνώντας την Πανώπορτα ένα πλακόστρωτο οδηγεί σε μια διχάλα. Αριστερά πάει στο μοναστήρι και ίσια συνεχίζει για το επάνω κάστρο.
Το καθολικό της Μονής έχει υψομετρική διαφορά 6 μέτρα από την πύλη. Διατηρεί τη μορφή που πήρε μετά την ριζική ανακαίνιση του Σωσίπατρου στις αρχές του 17ου αιώνα. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Το τέμπλο και οι τοιχογραφίες είναι του 1788.

3. Αρχαία Οχύρωση
Πιο χαμηλά από το κάστρο και γύρω από τη Χώρα υπάρχουν τα απομεινάρια της αρχαίας οχύρωσης, της Κλασσικής Περιόδου, από την οποία ξεχωρίζουν 4 ημικυκλικοί πύργοι, που έχουν και ονόματα: Οι δύο μικρότεροι, ο «Άγιος Νικόλαος» και η «Αγία Παρασκευή» βρίσκονται στην ανατολική πλευρά (φωτο 10) και ο «Πέργος» με διάμετρο 8 μέτρων στη δυτική πλευρά ανάμεσα και κολλητά με τα σπίτια της Χώρας. Ένα κομμάτι του αρχαίου τείχους μήκους 5 μέτρων διασώζεται κάθετα σε αυτόν τον δυτικό πύργο και ένα άλλο μεγαλύτερο κομμάτι βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους της ανατολικής πλευράς.
Ο πιο εντυπωσιακός από τους πύργους είναι ο «Παλιόπυργος» στο βόρειο άκρο της Χώρας (φωτο 11) με διάμετρο 19 μέτρα.


Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο:    Οκτώβριος 2012
Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών:   Μάιος 2023
Τελευταία προσθήκη οπτικού υλικού  Μάιος 2023

Πηγές

  • Αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος-Κωνσταντίνος Οικονόμου, Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Σκύρου - Μετόχιο της Μεγίστης Λαύρας (13ος-19ος αι.), Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα 2006
  • Michalis Karambinis, The Island of Skyros from Late Roman to Early Modern Times. An Archaeological Survey, Leifen University Press, 2015



Τα δικά σας σχόλια:

●  Βασιλόπουλος Νίκος
05/08/2018
Γειά σας Η Σκύρος ή ηταν βενετική κτήση με βενετικό στρατο, βενετική διοίκηση,αρχεία κ.λπ ή ανήκε στους Γκίζι και τους κατοπινούς Λατίνους είχε οχυρωθεί απ΄αυτούς,ίσχυε άλλο Δίκαιο, το φεουδαρχικό σύστημα κ.λπ. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε πολλά νησιά του Αιγαίου το 1537 και 1538 μερικά των οποίων πέρασαν σε οθωμανική επικυριαρχία. Οι Βενετοί κράτησαν από τις δύο κτήσεις τους, έχασαν την Μύκονο άλλα κράτησαν την Τήνο μέχρι το 1715 χάρις στην αντίσταση των Τηνίων κατά των Τούρκων.
●  stelios kemenes
22/06/2017
ΕΙΣΘΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΙ

Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:

Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.

Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.



Road map to Κάστρο Σκύρου

Πρόσβαση
Διαδρομή προς το μνημείο
Ανάβαση με τα πόδια από τη Χώρα της Σκύρου
Είσοδος:
?


Γειτονικά Κάστρα