Βυζίκι, Δήμος Γορτυνίας, Νομός Αρκαδίας,Πελοπόννησος
Κάστρο της Άκοβας
Τοποθεσία: |
3.5 χλμ ανατολικά από το Βυζίκι Τροπαίων Γορτυνίας στην Πελοπόννησο |
Περιφέρεια > Νομός: | |
Πελοπόννησος Ν.Αρκαδίας | |
Δήμος > Πόλη ή Χωριό: | |
Δ.Γορτυνίας • Βυζίκι | |
Υψόμετρο: | |
Υψόμετρο ≈ 720 m (Σχετικό ϋψος ≈410 m) |
Χρόνος Κατασκευής | Προέλευση | |
περί το 1250 | ΦΡΑΓΚΙΚΟ |
|
Τύπος Κάστρου | Κατάσταση | |
Κάστρο |
Οχι Καλη
|
Σπουδαίο κάποτε κάστρο από το οποίο διασώζονται ελάχιστα μέρη. Βρίσκεται στην Αρκαδία, 3,5 χιλιόμετρα από το Βυζίκι του δήμου Τροπαίων, σε πλάτωμα χαμηλού λόφου, σε δύσβατη περιοχή.
Το Όνομα του Κάστρου
Το όνομα του κάστρου προέρχεται από το λατινικό Άκβα ( Acqua ) λόγω των πολλών υδάτων εκ των πηγών που την περιβάλλουν. Άλλωστε ο ποταμός Λάδωνας είναι πολύ κοντά. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία είναι σλαβικής καταγωγής.
Λέγεται επίσης και «Κάστρο της Μονοβύζας» από το θρύλο μιας αμαζόνας που προστάτευε το κάστρο και η οποία -όπως όλες οι αμαζόνες- είχε ένα μαστό.
Λεγόταν και «Κάστρο της Κυράς» από διάφορες κυράδες που συνδέθηκαν με την ιστορία του κάστρου και κυρίως της Μαργαρίτας, κόρης του Βιλλαρδουίνου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι Φράγκοι κτήτορες: Mata-Grifon ή Μετάγριφον (από το Mata=φόνος, Grifon= Γαλλικό παρατσούκλι για τους Έλληνες, από το γρύπας που παραπέμπει σε τέρας). Ενδεικτικό του ήθους και της στάσης των νέων κατακτητών.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά τα ονόματα, το κάστρο αποκαλείται και κάστρο στην Μεσαρέαν στο Χρονικό του Μορέως.
Ιστορία
Το κάστρο κατασκευάστηκε περί το 1250.
Για πρώτη φορά στη μεσαιωνική ιστορία εμφανίζεται η Άκοβα επί Φραγκοκρατίας. Πιστεύεται όμως ότι προϋπήρχε. Από πρόσφατα ευρήματα εκτιμάται ότι ήταν κέντρο ακμάζουσας πόλης κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Η Άκοβα υπήρξε έδρα μιας από τις 12 βαρονίες που ιδρύθηκαν στην Πελοπόννησο μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους και την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, το 1205. Ήταν από τις πιο ισχυρές βαρονίες με 24 φέουδα. Ανεκηρύχθη υψηλή βαρονία, με δικαίωμα απονομής της δικαιοσύνης ανεκκλήτως, να κηρύσσει πόλεμο, να διαθέτει φρούριο και έδρα δικής της επισκοπής.
Δεν είναι βέβαιο ποιος ήταν ο πρώτος βαρόνος μετά την κονκέστα. Περί το 1228 ως βαρόνος της Άκοβας παρουσιάζεται από τις πηγές ο Γάλλος ιππότης Gauthier de Rosières τον οποίο το Χρονικόν του Μορέως αποκαλεί Γιλτιάρης δε Ροζηέρης, ενώ από άλλες ελληνικές πηγές είναι γνωστός ως Βαλθέρος Ροζιέρος (!).
Το 1273 ο βαρόνος πέθανε άκληρος. Νόμιμος κληρονόμος του ήταν η κόρη της αδερφής του και του βαρόνου του Πασσαβά Μαργαρίτα του Νεϊγύ, πιο γνωστή ως Μαργαρίτα του Πασσαβά. Όμως την εποχή του θανάτου του, η Μαργαρίτα ήταν όμηρος στην Κωνσταντινούπολη από το 1262, στα πλαίσια της συμφωνίας για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Β’ Βελλεαρδουίνου που είχε αιχμαλωτιστεί μετά την ήττα του στη μάχη της Πελαγονίας.
Έτσι η Μαργαρίτα δεν μπόρεσε να διεκδικήσει εγκαίρως την κληρονομιά της και την έχασε έχοντας ήδη χάσει και τα δικαιώματά της και από το κάστρο του Πασσαβά που το είχαν πάρει οι Βυζαντινοί του Μυστρά μετά την Πελαγονία. Όταν επέστρεψε από την ομηρία το 1275, ζήτησε πίσω την Άκοβα από τον Πρίγκιπα Γουλιέλμο Βελλεαρδουίνο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Με τα πολλά, και αφού αφού μεσολάβησε μια έντονη διαδικασία διεκδίκησης που συγκλόνισε το Πριγκιπάτο (περιγράφεται πιο αναλυτικά παρακάτω), ο Γουλιέλμος συμφώνησε το 1276 να της παραχωρήσει το ένα τρίτο της Βαρονίας της Άκοβας κρατώντας τα υπόλοιπα δύο τρίτα –μαζί με το κάστρο– για τον εαυτό του.
Ο πρίγκιπας Γουλιέλμος πέθανε την επόμενη χρονιά, το 1277, και τον θρόνο του κληρονόμησε η κόρη του Ισαβέλλα. Τη βαρονία της Άκοβας (δηλαδή τα δύο τρίτα της αρχικής) την άφησε στην δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα, που έγινε έτσι η Κυρά της Άκοβας.
Η Μαργαρίτα Βιλεαρδουίνου ως Κυρά της Άκοβας πάντρεψε το 1314 την κόρη της Ισαβέλα με τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας τον αρχιστράτηγο των Καταλανών της Σικελίας. Ο γάμος αυτός πρέπει να προκάλεσε αίσθηση την εποχή εκείνη αφενός λόγω της εκπάγλου ομορφιάς της Ισαβέλας και αφετέρου επειδή ένα σπουδαίο κάστρο πέρασε στα χέρια των Καταλανών.
O Φερδινάνδος σκοτώθηκε στη μάχη της Μανωλάδας το 1316 διεκδικώντας το θρόνο του Πριγκιπάτου για λογαριασμό της γυναίκας του.
Το 1318 –και ενώ Μαργαρίτα και Ισαβέλα είχαν αποβιώσει– οι Καταλανοί δικαίωσαν την κακή τους φήμη ανάμεσα στους άλλους Φράγκους πουλώντας το κάστρο στους Βυζαντινούς και συγκεκριμένα στον Ανδρόνικο Ασάν-Παλαιολόγο (γνωστός και ως «Ασάνης») ο οποίος ήταν Επίτροπος Μορέως (τίτλος του διοικητή του Μυστρά πριν ο Μυστράς αναβαθμιστεί σε Δεσποτάτο).
Το 1391 κατά την κάθοδο του Εβρενόζ-Μπέη στην Πελοπόννησο, η Άκοβα κυριεύθηκε από τους Τούρκους. Αργότερα την ξαναπήραν οι Βυζαντινοί του Δεσποτάτου του Μυστρά και επισκεύασαν το κάστρο.
Το 1423, ο Τουραχάν-Μπέης πέρασε από εδώ νικητής και κατά το ταταρομογγολικόν έθιμο, έστησε πυραμίδα με τα κρανία των σφαγιασθέντων.
Το 1452, και νέα καταστροφή της Άκοβας σημειώθηκε από τους υιούς του Τουραχάν, Αχμέτ και Ομάρ οι οποίοι έδωσαν πολλές μάχες μέχρι την Λακωνία και την Μεσσηνία, φέρνοντας την καταστροφή και την ερήμωση.
Τελικά το 1458 καταλήφθηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή οπότε και καταστράφηκε ξανά. Από το 1500 αποτέλεσε τμήμα του Βιλαετιού της Καρύταινας έχοντας καθεστώς αυτονομίας.
Το 1684 καταλήφθηκε από τους Ενετούς (όπως ολόκληρη η Πελοπόννησος) και παρέμεινε σε αυτούς με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς μέχρι το 1715, οπότε περιήλθε και πάλι στους Τούρκους. Μετά από αυτήν την περίοδο φαίνεται πως άρχισε να μαραζώνει. Η Άκοβα προσαρτήθηκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Λακεδαίμονος το 1720 και το 1754 ενώθηκε με την πατριαρχική εξαρχία Ζαρνάτας που ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση η Άκοβα υπήρξε ιδιαίτερη στρατιωτική περιφέρεια, η της «Πάνω Μεριάς», δηλαδή της εκείθεν του Λάδωνος Αρκαδίας. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Τάκης Χ.Κανδηλώρος (1874-1934) «στρατολογούσαν δε σε αυτήν την περιφέρεια μέχρι τέλους του αγώνα οι αδελφοί Δεληγιανναίοι άνδρας εκλεκτούς και ανδρείους, ουδέποτε μισθοφορήσαντας, αλλά πάντοτε συνεισφέροντας εξ ιδίων σφάγια και τρόφιμα για την επιτυχία του αγώνα».
Μετά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους δεν υπάρχουν αναφορές πλέον για την Άκοβα.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Στη βόρεια, ομαλή, πλευρά σώζονται στοιχεία από το εξωτερικό τείχος. Στα δυτικά και στα ανατολικά του λόφου, διακρίνονται σήμερα ίχνη μόνο τειχών.
Στα βόρεια ορθώνεται ο πύργος της κύριας πύλης (tour-porte) που έλεγχε τις κινήσεις από και προς το κάστρο.
Δύο ακόμη πύργοι σώζονται σε αρκετά μεγάλο ύψος εκατέρωθεν του πύργου της πύλης: ο βορειοδυτικός πύργος, σε απόσταση περίπου 13μ. και ο βορειοανατολικός πύργος, σε απόσταση περίπου 30μ. από τον πύργο της πύλης.
Στα δυτικά-βορειοδυτικά έχει επίσης ανιχνευθεί πύργος. Στα νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά του λόφου εντοπίζονται ερείπια κατοικιών. Γενικά, στο εσωτερικό κυριαρχεί η πυκνή βλάστηση και οι λιθοσωροί από γκρεμισμένα οικοδομήματα Αρχαίο οικοδομικό υλικό έχει χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία των μεσαιωνικών κτισμάτων και από αυτό συμπεραίνεται ότι η θέση πιθανόν να είχε κάποια χρήση και κατά την αρχαιότητα.
Θρύλοι και Παραδόσεις
Σύμφωνα με το θρύλο και όπως αναφέρει ο Τάκης Χ. Κανδηλώρος
το κάστρο φυλασσόταν από μυθική Αμαζόνα η οποία εξέρχετο από μυστική καταπακτή φραγμένη από μεγάλη πλάκα η οποία σώζεται μέχρι σήμερον, φαίνονται δε αποτυπωμένα δήθεν το πέλμα του αλόγου της, το δικό της πέλμα και ο μόνος και μακρός μαστό της, τον οποίο έριχνε υπεράνω του ώμου. Η Αμαζών αυτή αναφέρεται από την λαϊκή παράδοση ως μόνη προμαχούσα επί του φρουρίου, ως άριστη ιππεύτρια οδηγούσε τους πολεμιστές της εναντίον του εχθρού.
Το Κάστρο στην Τέχνη και στο Λόγο
H ίδρυση της Άκοβας στο Χρονικόν του Μορέως:
Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης,
ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε,
στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε,
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Παράλληλες Ιστορίες
Η Άκοβα είναι στο επίκεντρο ενός από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, της υπόθεσης της Μαργαρίτας του Πασσαβά, συγκλονίσει το Πριγκιπάτο της Αχαΐας εκείνη την εποχή.
Τα γεγονότα, όπως τα εξιστορεί το Χρονικόν του Μορέως έχουν ως εξής :
To 1273 πέθανε ο Φράγκος βαρώνος της Άκοβας Gautier de Rosieres χωρίς να αφήσει απογόνους. Νόμιμος κληρονόμος ήταν η ανιψιά του, Μαργαρίτα του Νεϊγύ ή του Πασσαβά, κόρη του βαρώνου του Πασσαβά. Όμως τον καιρό που πέθανε ο Rogieres, η Μαργαρίτα ήταν στην Κωνσταντινούπολη, όμηρος στην αυλή του Βυζαντινού αυτοκράτορα (από το 1262) και δεν μπόρεσε να κατοχυρώσει την κληρονομιά της Άκοβας εγκαίρως, εντός 2 ετών και δύο ημερών, όπως ήταν ο νόμος του Πριγκιπάτου. Όπως λέει το Χρονικόν, κ᾿ επέρασαν τα τέρμενα, –το δίκαιον της εχάσε. Έτσι ο πρίγκηψ της Αχαΐας Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος βρήκε την ευκαιρία και πήρε για λογαριασμό του τα εδάφη της Άκοβας (εκράτησεν ο πρίγκιπας την αφεντία δι᾿ εκείνον).
Όταν η Μαργαρίτα επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη, ζήτησε να της δοθεί η βαρωνία της Άκοβας, δεδομένου ότι είχε πολύ καλή δικαιολογία για την μη έγκαιρη κατοχύρωση της κληρονομιάς. Μάλιστα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Μαργαρίτα πήγε όμηρος στους Βυζαντινούς στη θέση του Βιλλεαρδουίνου που είχε αιχμαλωτιστεί μετά από την ήττα του στη Μάχη της Πελαγονίας, το 1259. Επίσης να σημειώσουμε ότι η εν λόγω ατυχής Μαργαρίτα ήταν η κληρονόμος και άλλης βαρονίας, αυτής του Πασσαβά, την οποία επίσης είχε χάσει επειδή ο Πασσαβάς ήταν ένα από τα κάστρα που οι Φράγκοι είχαν παραχωρήσει στους Βυζαντινούς το 1262 ως λύτρα για τον αιχμάλωτο Πρίγκιπα της Αχαΐας.
Ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β' (Γυλέμος κατά το Χρονικόν) έχοντας το γράμμα του νόμου με το μέρος του αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιστρέψει την Άκοβα στη Μαργαρίτα (τίποτε αν είχε, εχάσε το, τίποτε ουδέν της δίδει). Το πράγμα θα έμενε εκεί, όμως η Μαργαρίτα δεν τα παράτησε. Αντίθετα έκανε μια έξυπνη κίνηση: Όντας χήρα παντρεύτηκε έναν από τους πιο ισχυρούς ευγενείς εκείνης της εποχής, τον Jean de Saint-Omer ( μισίρ Ντζαν του Χρονικού), αδερφό του βαρώνου της Θήβας και ξάδερφο του Δούκα των Αθηνών, ο οποίος ανέλαβε τη διεκδίκηση για λογαριασμό της γυναίκας του και έφερε το θέμα στην κούρτη (τη συνέλευση των αρχόντων του Πριγκιπάτου –όλους τους φλαμουριαρίους του πριγκιπάτου όλου ωσαύτως κ᾿ εις τους αρχιερείς κ᾿ εις τους καβαλλαρίους,).
Το κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας των υποστηρικτών της Μαργαρίτας ήταν:
εις το όποιον πράγμα ουδέν σε φταίει, τίποτε ουδέν εσφάλλει,
αφών ήτον εις φυλακήν, εσύ την είχες βάλει,
διά όψιδαν [όμηρον] την έβαλες κ᾿ εξέβης απ᾿ εκείθεν.
H κούρτη απέφυγε να καταλήξει σε κάποια απόφαση κρατώντας ίσες αποστάσεις. Αλλά ήταν φανερό σε όλους ότι η Μαργαρίτα του Πασσαβά είχε αδικηθεί. Και όλες αυτές οι αντεγκλήσεις (είπασιν πολλά κ᾿ ἐπλήθυναν τα λόγια) και οι διαστάσεις που είχε πάρει η ιστορία είχαν στεναχωρήσει πολύ τον Γυλέμο που κατά τα άλλα ήταν καλός άνθρωπος. Αποφάσισε να βάλει νερό στο κρασί του και να κάνει κάποια υποχώρηση.
Έτσι κάλεσε την Μαργαρίτα και της ανακοίνωσε ότι, αν και δεν είναι υποχρεωμένος, της παραχωρεί το ένα τρίτο της βαρωνίας της Άκοβας, δηλαδή τα 8 από τα 24 φέουδα που αποτελούσαν τη βαρωνία (εχώρισα και δίδω σε της μπαρουνίας το τρίτον).
Για την ιστορία, η Μαργαρίτα έμεινε πολύ ικανοποιημένη καθώς είχε χάσει πλέον κάθε ελπίδα.
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: | Οκτώβριος 2012 |
Πηγές
- Ιστοσελίδα BYZIKION - ΑΚΟΒΑ ή ΑΚΩΒΑ
- Τάκης Χ. Κανδηλώρος, Ιστορία της Γορτυνίας, Εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2010
Τα δικά σας σχόλια:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:
Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.
Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.
|
Πρόσβαση |
---|
Διαδρομή προς το μνημείο |
- |
Είσοδος: |
Ελεύθερη αλλά δύσκολη πρόσβαση |